«Μήπως έγινα σοσιαλιστής; Ισως…». Το ρητορικό ερώτημα και την αμφιλεγόμενη απάντηση έδωσε ο Νικολά Σαρκοζί, μιλώντας προ ημερών στο Ευρωκοινοβούλιο για την ανάγκη του κρατικού παρεμβατισμού (και) με τη μορφή της στήριξης των θέσεων εργασίας. Ο ίδιος, βάζοντας στην άκρη το σλόγκαν «δουλεύετε περισσότερο αν θέλετε να κερδίζετε περισσότερα», με το οποίο στήριζε την προεδρική του υποψηφιότητα, ανακοίνωσε δέσμη μέτρων για την τόνωση της γαλλικής αγοράς εργασίας, όπως χρηματοδότηση επιπλέον 100.000 θέσεων εργασίας από τον κρατικό προϋπολογισμό, χαλάρωση των περιορισμών στη χρήση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου από μικρομεσαίες επιχειρήσεις, διεύρυνση των εκπαιδευτικών προγραμμάτων και διευκόλυνση της εργασίας τις Κυριακές. Ανάλογα μέτρα ετοιμάζεται να εξαγγείλει και η γερμανική κυβέρνηση, όπως φάνηκε από πρόσφατες δηλώσεις του υπουργού Οικονομίας Πιρ Στάινμπρουκ.
Αν προσέξει κανείς όλα τα μέτρα που εξαγγέλλονται θα διαπιστώσει ότι πρόκειται για μέτρα υπέρ του κεφάλαιου και όχι υπέρ των ανέργων. Μέτρα που δεν μπορούν και δεν πρόκειται να ανακόψουν την άνοδο της ανεργίας. Γιατί καμιά επιχείρηση δεν θα διατηρήσει μια θέση εργασίας που της είναι περιττή (με δεδομένο ότι η παραγωγή της πρέπει να μειωθεί για να αντιστοιχηθεί στη μειωμένη ζήτηση), ακόμα κι αν αυτή είναι επιδοτούμενη. Εκείνο που θα κάνει είναι να απορροφήσει κάποια κρατικά κονδύλια. Από την άλλη, μια χαρά είναι για τους καπιταλιστές η διεύρυνση των θέσεων μερικής απασχόλησης, αφού τους επιτρέπει και τις κρατικές επιδοτήσεις να εισπράττουν και την παραγωγή να μειώσουν.
Και όμως, αυτά τα μέτρα παρουσιάζονται και διαφημίζονται ως «στροφή στον κεϊνσιανισμό» και «εγκατάλειψη του νεοφιλελευθερισμού». Από τη μεριά δε της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας γίνονται αποδεκτά και τα αιτήματα που διατυπώνονται είναι για διεύρυνσή τους, χωρίς να αλλάζει η κατεύθυνση της επιδότησης των καπιταλιστών. Είναι τόσο πλατιά και τόσο εντατική η προπαγάνδα που γίνεται που και σημαντικό μέρος των εργαζόμενων τα αποδέχεται, υποκύπτοντας στο «ρεαλισμό» του «μικρότερου κακού». Αφού δε μπορούμε να κάνουμε τίποτ’ άλλο, τουλάχιστον ας πάρουν κάποια ψίχουλα μερικοί άνεργοι. Αυτή είναι η λογική που επικρατεί αυτή τη στιγμή.
Μια λογική που έχει στη ρίζα της μια προϋπόθεση που θα έπρεπε να αποτελεί –τουλάχιστον– ζητούμενο και όχι δεδομένο: δε μπορούμε να κάνουμε τίποτ’ άλλο; Γιατί; Ποιος μέτρησε τους συσχετισμούς και τους βρήκε καταθλιπτικά σε βάρος των εργαζόμενων;
Οι αστοί γνωρίζουν πολύ καλά ότι μια τόσο βαθιά κρίση, που τον ορίζοντα λήξης της ακόμα δε μπορούν να δουν, εγκυμονεί κινδύνους για «τυφλά» εξεγερτικά κινήματα, που δε θα μπορέσουν να συγκρατήσουν οι αδυνατισμένοι (φρόντισε ο αλαζονικός νεοφιλελευθερισμός γι’ αυτό) μηχανισμοί κοινωνικής χειραγώγησης (συνδικάτα, κόμματα κοινωνικής δημαγωγίας). Ετσι, τα κράτη κινητοποιούνται προληπτικά, προκειμένου να δημιουργήσουν μια ευρεία βάση κοινωνικής ειρήνης, η οποία θα διασπάσει τους εργαζόμενους σε ομάδες και υποομάδες, οι οποίες θα στριμώχνονται για να εισπράξουν τα ψίχουλα της κρατικής φιλανθρωπίας, αντί να διεκδικήσουν αυτά που τους ανήκουν.
Ας μην έχουμε καμιά αμφιβολία: αν οι συνθήκες το απαιτήσουν, τα ψίχουλα μπορεί να γίνουν περισσότερο. Μπορεί να καθυστερήσουν την έξοδο από την κρίση, αν είναι να κερδίσουν το μείζον: την κοινωνική ειρήνη που διατηρεί ασφαλή τα θεμέλια του συστήματος. Γι’ αυτό και έχει ιδιαίτερη σημασία η προβολή των πιο «μαξιμαλιστικών» διεκδικήσεων, που θα πηγάζουν κατευθείαν από το επαναστατικό αίτημα της ανατροπής του καπιταλισμού.