Μπορεί η συγκυριακή πλειοψηφία της «λαϊκής συνέλευσης» της πλατείας Συντάγματος να απορρίπτει την πρόταση «να μετατραπούμε σε κόμμα», όμως αυτή η πρόταση έρχεται και επανέρχεται, πότε με τη μια και πότε με την άλλη μορφή. Δύσκολο, βέβαια, να περάσει ως απόφαση. Δεν τη θέλουν, καταρχάς, εκείνοι που κρατούν αφανώς τα ηνία της όλης «φάσης», διότι είναι κόντρα στις δικές τους κομματικές επιδιώξεις. Τι διάολο, τζάμπα ξημεροβραδιάζονται στο Σύνταγμα τα γκεσέμια της νεολαίας ΣΥΝ, διάφορων συνιστωσών του ΣΥΡΙΖΑ και του Αλαβανομετώπου, μηδέ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ εξαιρουμένης; Τζάμπα έχουν κρύψει βαθιά στην κωλότσεπη τις κομματικές ταυτότητες και το παίζουν ανεξάρτητοι συνελευσιακοί αμεσοδημοκράτες; Θ’ αφήσουν το «κόμμα της πλατείας» να τους πάρει την εκλογική πελατεία;
Δεν τη θέλουν, επίσης, πολλοί από εκείνους που πλέουν σε πελάγη αμεσοδημοκρατικής ονειροφαντασίας, αρνούμενοι την διά των κομμάτων αντιπροσώπευση. Το γεγονός, όμως, ότι η πρόταση «να γίνουμε κόμμα» (προφανώς για «να κατέβουμε στις εκλογές») συζητιέται και ζυμώνεται δείχνει τα πολύ στενά όρια της καρικατούρας άμεσης δημοκρατίας που εφαρμόζεται εκεί και τους πολιτικάντικους υπολογισμούς πολλών και διαφόρων, που ως πολιτικοί σπεκουλάντες μυρίστηκαν κέρδη και προσπαθούν να τα κεφαλαιοποιήσουν.
Δεν είναι μόνο οι υπάρχουσες πολιτικές δυνάμεις που μεταμφίεσαν τα στελέχη τους σε ανεξάρτητους αμεσοδημοκράτες, αλλά και διάφοροι παράγοντες που θεώρησαν ότι στην τούρλα του Σαββάτου μπορεί να πάρουν κι αυτοί ένα κομμάτι από την πίτα, κάνοντας πράξη ένα παλιό τους απωθημένο. Ξέρετε τι είναι για τους διάφορους Καζάκηδες, παντελώς άγνωστους μέχρι πρότινος, εξοβελισμένους από το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα, να αποκτούν ξαφνικά ακροατήριο και να μοστράρουν την ημιμάθειά τους ως επιστημοσύνη;
Πώς να μη γίνει ο κ. Καζάκης, που πέρασε για λίγο και από τις «Σπίθες» του Μίκη Θεοδωράκη, αλλά τρόμαξε και την έκανε με ελαφρά πηδηματάκια, ένθερμος προπαγανδιστής (ή μήπως και εμπνευστής) της πρότασης για «άμεση συγκρότηση Ενιαίου Παλλαϊκού Μετώπου (Ε.Πα.Μ.)»; Για τον ίδιο λόγο προσχώρησε από τους πρώτους και στις «Σπίθες», οπότε μπορεί τώρα να προσχωρήσει σε μια πιο βελτιωμένη έκδοση.
Πόσο βελτιωμένη; Αν κρίνουμε από το περιεχόμενο της σχετικής πρόσκλησης, πολύ πίσω από την αλήστου μνήμης διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη του ΠΑΣΟΚ. Παίρνουμε μερικές μερίδες κοινωνικού ρεφορμισμού, τον αναμιγνύουμε με τις ταξικά «ουδέτερες» οικονομικές θεωρίες των θιασωτών του τριτοκοσμικού σοσιαλισμού (Σαμίρ Αμίν και σία), που άνθισε τη δεκαετία του ’70, όταν ολοκληρωνόταν η κατάρρευση του αποικιοκρατικού συστήματος, πασπαλίζουμε αυτό το μίγμα με μπόλικη εθνικοεξαρτησιακή πούδρα και ιδού η… πρωτότυπη πολιτική πρόταση.
Μα είναι δυνατόν; Είναι δυνατόν αυτά που εγκλώβισαν το μεγαλύτερο μέρος του μεταπολιτευτικού ριζοσπαστισμού σε μια πρόταση διαχείρισης του καπιταλισμού («στις δεκαοχτώ σοσιαλισμό», παραληρούσαν τα πλήθη στο Σύνταγμα, λίγο πριν την πρώτη εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ το 1981) και τα οποία κατέρρευσαν παταγωδώς από την πρώτη κιόλας κυβερνητική θητεία του ΠΑΣΟΚ, για να κονιορτοποιηθούν το 1985, να επανέρχονται σήμερα με φιλοδοξία νέας θεωρίας και νέας πολιτικής πρότασης;
Δυστυχώς, ναι. Κι αν δείχνει κάτι αυτός ο ξεπεσμός, στον οποίο συμμετέχουν και πολλοί που κατά τα άλλα ομνύουν στην «αντικαπιταλιστική επανάσταση», είναι η πλήρης σύγχυση και η απόλυτη θεωρητική ένδεια που βασιλεύουν στις νεότερες και πιο «ζωηρές» γενιές του προλεταριάτου. Σύγχυση και ένδεια που καθιστούν ακόμη πιο επιτακτική την ανάγκη της πολιτικής οργάνωσης και της προγραμματικής συγκρότησης της εργατικής τάξης. Για ν’ αρχίσουμε να ξεφορτωνόμαστε τους κάθε λογής σπεκουλάντες.
Π.Γ.