Δευτέρα, 11 Οκτώβρη 2004, φυλακές Κορυδαλλού, δικαστική αίθουσα υψίστης ασφαλείας. Τελευταίο διάλειμμα. Το δικαστήριο έχει αποσυρθεί και διασκέπτεται επί του αιτήματος για αναστολή έκτισης της ποινής των τεσσάρων κατηγορούμενων, που ήδη έχουν καταδικαστεί σε 25ετή κάθειρξη. To κλίμα δεν είναι καθόλου αισιόδοξο, μετά τα όσα προηγήθηκαν στη φάση της επιμέτρησης των ποινών. Οι πιο αισιόδοξοι (ελάχιστοι) τρέφουν κάποιες ελπίδες μόνο για τον Τσιγαρίδα (για λόγους υγείας) και την Αθανασάκη (επειδή καταδικάστηκε κατά πλειοψηφία).
Ο ίδιος ο Τσιγαρίδας δεν τρέφει καμιά ελπίδα. Δείχνει πως το θέμα δεν τον ενδιαφέρει. Ηρεμος, χαμογελαστός, κάνει καλαμπούρια με την οικογένειά του, τους συγγενείς, τους φίλους και τους συντρόφους που τον περιστοιχίζουν. Τους δίνει κουράγιο. Παράξενη εικόνα. Αυτός που θα πάει φυλακή και ξέρει καλύτερα από τον καθένα την κατάσταση της υγείας του να δίνει κουράγιο σε εκείνους που θα είναι ελεύθεροι.
Το νευρικό χτύπημα του κουδουνιού προαναγγέλλει την έλευση της ώρας μηδέν. Αγκαλιάζει και φιλάει τη γυναίκα του, τα παιδιά του, συγγενείς, φίλους, συντρόφους. Βαδίζει γρήγορα προς την πόρτα της δικαστικής αίθουσας, χαιρετώντας χαμογελαστός όσους του απλώνουν το χέρι. Στην πόρτα κοντοστέκεται, τραβάει μια βαθιά ρουφηξιά από το τσιγάρο και το σβήνει πατώντας το στο πάτωμα. Βαδίζει γρήγορα προς το χώρο των κατηγορούμενων κρατώντας με το χέρι τα διαχωριστικά κάγκελα. Κίνηση ανθρώπου που δεν βλέπει καλά, αλλά δεν θέλει να το δείξει. Θέλει να τον θυμούνται όλοι όρθιο, όπως είπε όταν πήρε το λόγο να δευτερολογήσει και η πρόεδρος του ζήτησε να μιλήσει καθιστός. (Αλήθεια, αυτός που κρίθηκε ότι δεν θα μπορούσε να μιλήσει όρθιος για ένα δεκάλεπτο, πώς κρίθηκε ικανός να κλειστεί σε ένα υπόγειο κελί απομόνωσης;).
Η εκφώνηση της απόφασης δεν κρατάει ούτε ένα λεπτό. Οι δικαστές φεύγουν σχεδόν τρέχοντας, υπό τις αποδοκιμασίες του ακροατήριου. Επικρατεί ένας μικροπανικός. Μπάτσοι και ανθρωποφύλακες κάνουν κλοιό, οι συνήγοροι μιλούν με τους εντολείς τους και τους αποχαιρετούν, οι κρατούμενοι -πλέον- χαιρετούν τους συγγενείς τους με νεύματα και ένας-ένας παίρνουν το δρόμο για τα λευκά κελιά. Μια ψηλή φιγούρα μένει μόνο στο βάθος, ακριβώς μπροστά από την έδρα των δικαστών. Μαύρο παντελόνι, μαύρο μακό μπλουζάκι, όλα μαύρα, που τονίζουν πιο πολύ τα λευκά μαλλιά και γένεια. Κι εκείνο το χαμόγελο στο πρόσωπο να το κάνει ακόμα πιο φωτεινό. Σηκώνει το χέρι ψηλά. Σφιγμένη η γροθιά, πάντα χαμογελαστό το πρόσωπο. Δεν λέει λέξη. Δεν χρειάζονται λέξεις αυτή την ώρα. Η σηκωμένη γροθιά είναι το μήνυμα. «Δεν μετανιώνω για τίποτα». «Ο μόνος χαμένος αγώνας είναι αυτός που δεν έγινε». Η ψηλή μαύρη φιγούρα με τα ολόλευκα μαλλιά και γένεια κάνει μεταβολή και βαδίζει αποφασιστικά τα τελευταία βήματα. Μας αφήνει σαν τελευταία εικόνα την υψωμένη γροθιά.
Λίγα λεπτά αργότερα, έξω από τις φυλακές, μπροστά στις κάμερες, ο συνήγορός του Σ. Καμπάνης διαβάζει τη δήλωση που του ενεχείρησε την τελευταία στιγμή: Η φυλακή δεν με τρομάζει, αρχίζω από αύριο απεργία πείνας. Κεραυνός για την οικογένειά του. Δεν ήξεραν τίποτα. Το έμαθαν μαζί με την τηλεόραση. Τα μάτια βουρκώνουν. Τα σαγόνια σφίγγονται. Είναι ζήτημα αξιοπρέπειας. Δεν του αντιστοιχούν δάκρυα και εκκλήσεις. Επέλεξε να δώσει μια ακόμα μάχη, όπως ο ίδιος έκρινε. Χρήστο, σε περιμένουμε…
Π.Γ.