Η θεωρία είναι παλιά. Τροφοδότησε, μάλιστα, έντονες ιδεολογικές αντιπαραθέσεις ανάμεσα σε όσους αναφέρονται στον μαρξισμό, τις δεκαετίες του ’70 και του ’80. Αναφερόμαστε στη θεωρία περί «ελληνικού ιμπεριαλισμού» ή «ελληνικού κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού», την οποία υποστήριζε ένα ευρύ φάσμα πολιτικών δυνάμεων, από τον Περισσό μέχρι τις παραφυάδες του ελληνικού τροτσκισμού, αλλά και ρεύματα που αναφέρονταν στο μαοϊσμό.
Πρόδιδε η θεωρία αυτή (πέρα από κάποιες μη ομολογούμενες πολιτικές σκοπιμότητες) πλήρη άγνοια της μαρξιστικής-λενινιστικής θεωρίας για τον καπιταλιστικό ιμπεριαλισμό, που δεν είναι παρά η πολιτική του μονοπωλιακού καπιταλισμού. Και βέβαια, μονοπωλιακός καπιταλισμός δεν μπορεί να έχει αναπτυχθεί σε μια χώρα μέσης καπιταλιστικής ανάπτυξης, όπως η Ελλάδα.
Οι φορείς αυτής της θεωρίας, όμως, καραδοκούσαν. Μόλις μια ελληνική καπιταλιστική επιχείρηση ανέπτυσσε κάποια δραστηριότητα στο εξωτερικό, τη βάφτιζαν «ελληνικό μονοπώλιο». Θυμόμαστε την εποχή που η αλήστου μνήμης «Πειραϊκή Πατραϊκή» αγόρασε ένα μικρό κλωστοϋφαντουργικό εργοστάσιο στη Γερμανία. Οργίασαν οι θιασώτες της θεωρίας: «Να η απόδειξη που θέλατε. Η Π-Π κάνει εξαγωγή κεφαλαίου, άρα είναι μονοπώλιο, άρα ο ελληνικός καπιταλισμός έχει φτάσει στο ιμπεριαλιστικό στάδιο». Σε ποια φάση βρίσκεται σήμερα η Π-Π; Απλούστατα δεν υπάρχει. Εξαφανίστηκε μαζί με όλες τις μεγάλες επιχειρήσεις της ελληνικής κλωστοϋφαντουργίας (Αιγαίο, όμιλος Λαναρά κ.λπ.). Αν θυμόμαστε καλά, το μικρό εργοστάσιο της Γερμανίας ήταν το πρώτο που έκλεισε.
Τα θυμηθήκαμε όλ’ αυτά, καθώς διαβάσαμε την είδηση ότι η Eurobank πούλησε οριστικά και επίσημα τη θυγατρική της στον Πολωνία Polbank, στην αυστριακή Raiffeisen Bank, προκειμένου να μπορέσει να ενισχύσει τον δείκτη βασικών ιδίων κεφαλαίων (Core Tier 1), βάσει του οποίου γίνονται οι συνεχείς αξιολογήσεις από την ΕΚΤ. Επίσης, στους Financial Times δημοσιεύτηκε η είδηση ότι η Εθνική ετοιμάζεται να πουλήσει και το μειοψηφικό ποσοστό που κατέχει στην τουρκική τράπεζα Finansbank, επίσης για να ενισχύσει τον δείκτη κεφαλαιακής επάρκειάς της.
Είναι αλήθεια ότι τις δεκαετίες του ‘90 και του ‘00 ο ελληνικός καπιταλισμός επεκτάθηκε επιχειρηματικά, κυρίως στις χώρες του παλινορθωμένου καπιταλισμού, που κατέρρευσαν. Αυτή η επέκταση, όμως, δεν είχε το χαρακτήρα της εξαγωγής μονοπωλιακού κεφάλαιου, γιατί δεν υπάρχει ελληνικό μονοπωλιακό κεφάλαιο. Ηταν επέκταση σε τομείς που το επέτρεπε το μονοπωλιακό κεφάλαιο των ιμπεριαλιστικών χωρών και πάντα υπό τον έλεγχό του. Η κρίση ήρθε να δώσει ένα ηχηρό χαστούκι στον ελληνικό καπιταλισμό, αλλά και στους θιασώτες της θεωρίας του «ελληνικού ιμπεριαλισμού». Και οι μεν καπιταλιστές, συνηθισμένοι στις φουρτούνες, συνειδητοποιημένοι για το πραγματικό μέγεθος και τη θέση που μπορούν να διεκδικήσουν στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας, κάνουν τις επιβεβλημένες κινήσεις επιβίωσης, όμως οι θιασώτες της επίμαχης θεωρίας αδυνατούν να δώσουν οποιαδήποτε εξήγηση και απλά έχουν λουφάξει.
Η συγκεκριμένη θεωρητική διαμάχη δεν έχει σχολαστικό χαρακτήρα, όπως λαθεμένα ίσως θεωρήσουν κάποιοι. Συνδέεται στενά με τα προγραμματικά ζητήματα, με τη χάραξη της στρατηγικής του εργατικού κινήματος και της πολιτικής ταξικών συμμαχιών που αυτή η στρατηγική υπαγορεύει. Ζητήματα που θα τεθούν και πάλι επί τάπητος, όταν αρχίσει η κίνηση για την πολιτική ανασυγκρότηση της εργατικής τάξης.
Π.Γ.