Νομίζοντας ότι απευθύνονται σε άσχετους ή και αμνήμονες, τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ παίζουν με τις λέξεις. Εμείς δεν κάνουμε ιδιωτικοποίηση, λένε, αλλά αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας. Και υποστηρίζουν ότι η πλειοψηφία των μετοχών κάποιων εταιριών (όπως οι εταιρίες ύδρευσης και το δίκτυο της ΔΕΗ) θα παραμείνει στο δημόσιο.
Βέβαια, αν αναλογιστούμε τι ίσχυε μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του '90, ποια ήταν η κυρίαρχη αντίληψη για τις λεγόμενες επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, και πού έχουμε φτάσει, θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι οι συριζαίοι αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του «εκσυγχρονιστικού» ρεύματος, που απέκτησε την ιδεολογική και πολιτική του συγκρότηση επί Σημίτη, προκειμένου να υπηρετήσει την κατεύθυνση της συντηρητικής ανασυγκρότησης του καπιταλισμού, που την προωθούσαν τα ιμπεριαλιστικά κέντρα της ΕΕ, ως απάντηση στην κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου, που έπληττε την Ευρωλάνδη.
Ουδέποτε η ιδιωτικοποίηση ταυτίστηκε με την αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος των κρατικών επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας. Η ιδιωτικοποίηση περιλάμβανε και αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος (εν όλω ή εν μέρει), αλλά περισσότερο αλλαγή των εργασιακών σχέσεων και της τιμολογιακής πολιτικής, που απαιτούσε πλήρη ανατροπή στο μάνατζμεντ των κρατικών επιχειρήσεων.
Οι κρατικές επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας ακολουθούσαν μια τιμολογιακή πολιτική που απαιτούσε την επιχορήγησή τους από το κράτος. Αυτό δε γινόταν μόνο για λόγους εξασφάλισης κοινωνικής συναίνεσης, αλλά και για να κρατιέται σχετικά χαμηλά η αξία της εργατικής δύναμης (αυτό εξυπηρετούσε τους καπιταλιστές, φυσικά).
Στις ίδιες κρατικές επιχειρήσεις οι εργάτες είχαν καταφέρει να έχουν τις σχετικά καλύτερες εργασιακές σχέσεις, για λόγους που έχουν να κάνουν με τις δυνατότητες οργάνωσης που είχαν και με τη «δύναμη πυρός» που διέθεταν όταν διατύπωναν αιτήματα ή όταν έφταναν στο σημείο να τα διεκδικήσουν απεργιακά.
Κανένας καπιταλιστικός όμιλος δε θα ενδιαφερόταν να αγοράσει ή να πάρει ποσοστό σ' αυτές τις επιχειρήσεις, αν δεν άλλαζε άρδην και η τιμολογιακή πολιτική και το εργασιακό καθεστώς. Από τα μέσα της δεκαετίας του '90 έχουμε δυο παράλληλες διαδικασίες. Είσοδος ιδιωτών καπιταλιστών στις κρατικές επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, από τη μια, συνεχής αύξηση των τιμολογίων για τα λαϊκά στρώματα και συνεχής περικοπή εργασιακών δικαιωμάτων των εργαζόμενων σ' αυτές τις επιχειρήσεις, από την άλλη.
Αν δεν αναπτυσσόταν η δεύτερη διαδικασία, δε θα είχαν κανένα λόγο οι ιδιωτικοί καπιταλιστικοί όμιλοι να επενδύσουν στο μετοχικό κεφάλαιο αυτών των επιχειρήσεων ή να διεκδικήσουν το μάνατζμεντ. Γιατί ένας ιδιωτικός καπιταλιστικός όμιλος επενδύει μόνο εκεί που εξασφαλίζει κέρδος και μάλιστα όχι το μέσο ποσοστό, αλλά το μέγιστο ποσοστό κέρδους.
Η συγκυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ υπηρετεί πιστά την ίδια πολιτική. Το πέρασμα των κρατικών επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας (του ποσοστού που έχει απομείνει στα χέρια του δημοσίου) στο νέο Υπερταμείο σημαίνει -πρώτα απ' όλα και πάνω απ' όλα- ότι αυτές οι επιχειρήσεις απεκδύονται τον κοινωφελή τους χαρακτήρα, μολονότι θα εξακολουθήσουν να παράγουν και να πωλούν αγαθά και υπηρεσίες πρώτης ανάγκης (νερό, ηλεκτρικό ρεύμα, αστικές και υπεραστικές συγκοινωνίες).
Για ποιο λόγο θα μπουν οι λεγόμενοι στρατηγικοί επενδυτές στο μετοχικό κεφάλαιο αυτών των επιχειρήσεων, αν όχι για να εξασφαλίσουν το μέγιστο κέρδος; Και πώς αλλιώς θα εξασφαλίσουν το μέγιστο κέρδος εκτός από το να συμπιέσουν τα μισθολογικά και εργασιακά δικαιώματα των εργαζόμενων και να αυξήσουν τα τιμολόγια πώλησης των αγαθών και υπηρεσιών που πωλούν αυτές οι επιχειρήσεις; Η «αξιοποίηση» δεν είναι παρά ένας εύηχος (και παραπλανητικός) όρος για την άγρια συντηρητική ανασυγκρότηση.
Π.Γ.