Από τις στήλες της «Κ» έχει κατ’ επανάληψη επισημανθεί ότι η έννοια της «δίκαιης δίκης», έτσι όπως καθιερώνεται σε υπερεθνικά και εθνικά νομικά κείμενα και κυρίως έτσι όπως χρησιμοποιείται προπαγανδιστικά, συνιστά «αντίφαση εν τοις όροις». Παραδεκτή ως έννοια και ζητούμενο στην πράξη είναι μόνο η νομότυπη δίκη. Μια δίκη που διεξάγεται σύμφωνα με τους κανόνες του ισχύοντος δικαίου.
Από τους δικαστές που στελεχώνουν τα έκτακτα τρομοδικεία του Κορυδαλλού δεν περιμέναμε να κάνουν την υπέρβαση και να δικάσουν με βάση το λαϊκό αίσθημα. Επαγγελματίες τιμωροί για λογαριασμό του αστικού κράτους είναι και όχι εντολοδόχοι της θέλησης του λαού. Απαιτούσαμε όμως (ναι, απαιτούσαμε, με το δικαίωμα του πολίτη της αστικής δημοκρατίας) να εφαρμόσουν το νόμο. Να διεξάγουν μια διαδικασία σύμφωνα με τους δικονομικούς κανόνες, επιτρέποντας πρωτίστως στους κατηγορούμενους να ασκήσουν όλα τα δικαιώματά τους, και να εκδώσουν μια απόφαση που να ανταποκρίνεται στο αποδεικτικό υλικό (εφαρμόζοντας την αρχή «η αμφιβολία υπέρ του κατηγορούμενου») και όχι σύμφωνα με το σενάριο που κατασκεύασε η κακόφημη Αντιτρομοκρατική το 2002.
Αν και δεν τρέφαμε ελπίδες ότι κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει στο εφετείο της υπόθεσης 17Ν (διότι απαιτεί αρετή και τόλμη, ιδιότητες εν πλήρει ανεπαρκεία στο δικαστικό σώμα), δεν σπεύσαμε να προκαταλάβουμε τίποτα. Είχαμε και το προηγούμενο της δεύτερης δίκης του ΕΛΑ, στην οποία δυο δικαστές όντως επέδειξαν αρετή και τόλμη και δίκασαν νομότυπα. Παρακολουθήσαμε τη δίκη, καταγράψαμε την εξέλιξή της μέρα προς μέρα και οι τακτικοί αναγνώστες της «Κ» μαζί με την καταγραφή των περιστατικών κατέγραψαν και την εξέλιξη των δικών μας εκτιμήσεων. Από ένα σημείο και μετά η αρχική υποψία ότι βαίνουμε προς μια τυπική διεκπεραίωση με στόχο μια επανάληψη της πρωτόδικης απόφασης έγινε βεβαιότητα.
Ομως οι συγκεκριμένοι δικαστές δεν είχαν την ικανότητα να κάνουν τη διεκπεραίωση με φινέτσα. Να δώσουν την εντύπωση ότι τάχα δικάζουν από την αρχή αγνοώντας ό,τι έχει προηγηθεί. Κάπου κουράστηκαν κιόλας και άφησαν τις μάσκες να πέσουν κάτω. Εχασαν κάθε έλεγχο, εκτροχιάστηκαν, άρχισαν να θυμίζουν και στους τύπους έκτακτο στρατοδικείο. Επρεπε να τους βλέπατε την ώρα που δεχόταν τους μύδρους του Δ. Κουφοντίνα και των συνηγόρων υπεράσπισης, όταν υπέβαλαν αίτηση εξαίρεσης όλων τους για επίδειξη μεροληψίας. Με ομοιώματα του μουσείου της μαντάμ Τισό έμοιαζαν. Με άψυχα αντικείμενα, που καταβάλλουν προσπάθεια να κρύψουν τα συναισθήματά τους.
Είμαστε σίγουροι ότι ψυχανεμίζονταν αυτή την εξέλιξη. Δεν ανησυχούσαν όμως. Δεν ανησυχούσαν γιατί είχαν διαβεί τον Ρουβίκωνα. Ηξεραν τις συνέπειες, αδιαφόρησαν για την εικόνα τους στο λαό (υπολόγισαν με πονηριά και τη χαμηλή δημοσιότητα της δίκης), ενώ είχαν τη βεβαιότητα ότι οι συνάδελφοί τους που θα τους κρίνουν δεν πρόκειται να τους αφήσουν ακάλυπτους (εμείς τουλάχιστον δε θυμόμαστε περιστατικό που να έχει γίνει δεκτή αίτηση εξαίρεσης).
Πρέπει, όμως, να τους ευχαριστήσουμε για τη συμπεριφορά τους. Κατάφεραν να απονομιμοποιήσουν πλήρως τον «νομικό πολιτισμό» της αστικής τάξης. Κι αυτό είναι ένα όπλο για τους αγώνες που έρχονται.
Π.Γ.