Ο καπιταλιστής παράγει όχι για να ικανοποιήσει κοινωνικές ανάγκες αλλά για να αποκομίσει κέρδος. Μόνο αν υπήρχε σχεδιασμός της παραγωγής και της κατανομής θα μπορούσαν να καθοριστούν οι αναλογίες ανάμεσα στην παραγωγή και την κατανάλωση. Ετσι, ο αγώνας δρόμου των καπιταλιστών να ρίξουν στην αγορά όσο γίνεται περισσότερα προϊόντα, γεννά την υπερπαραγωγή. Από την άλλη, τα κέρδη που συσσωρεύονται μετατρέπονται σε κεφάλαιο που αναζητά χώρους κερδοφόρας τοποθέτησης, διευρύνοντας την παραγωγή και τις παρασιτικές κερδοσκοπικές δραστηριότητες. Ομως, η συνεχής διεύρυνση της παραγωγής προσκρούει στο στένεμα της καταναλωτικής ικανότητας των εργαζόμενων μαζών. Ως σύνολο οι καπιταλιστές επιθυμούν την αγορά των προϊόντων που παράγουν από τους εργαζόμενους-καταναλωτές. Κάθε καπιταλιστής χωριστά, όμως, επιδιώκει την αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης, που οδηγεί στη μείωση του πραγματικού μισθού των εργαζόμενων. Ετσι, η διεύρυνση της παραγωγής απευθύνεται σε μια μάζα εργαζόμενων-καταναλωτών που η πραγματική αγοραστική τους δύναμη μειώνεται.
Αυτό το κουβάρι των αντιθέσεων μπλέκεται και ξεμπλέκεται συνεχώς, κρίσεις ξεσπούν πότε στον ένα και πότε στον άλλο κλάδο, μέχρι που κάποια στιγμή οι συνεχείς ρυθμίσεις αδυνατούν να ελέγξουν τις τυφλές δυνάμεις της οικονομίας και η κρίση αποκτά γενικευμένο χαρακτήρα. Και τι γίνεται τότε; Ας ξαναδώσουμε το λόγο στον Καρλ Μαρξ:
«Και πώς ξεπερνά η αστική τάξη τις κρίσεις; Αφ’ ενός με την επιβεβλημένη καταστροφή ενός αριθμού παραγωγικών δυνάμεων, αφ’ ετέρου με την κατάκτηση νέων αγορών και την πληρέστερη εκμετάλλευση των παλαιών. Σαν να λέμε, προετοιμάζοντας κρίσεις ακόμα πιο εκτεταμένες και ολέθριες, και περιορίζοντας τα μέσα για την αποτροπή τους».
Π.Γ.