Είναι βέβαιο ότι αν σταθεί κάποιος στην ουρά ενός κινηματογράφου και θέσει στους προσερχόμενους το ερώτημα «ποιος ήταν ο Εκεχαρντ Σαλ;», ζήτημα είναι αν θα βρεθούν δύο στους εκατό να δώσουν τη σωστή απάντηση. Αν στους ίδιους θεατές τεθεί το ερώτημα «ποιος είναι ο Πέτερ Στάιν», οι ογδόντα στους εκατό θα απαντήσουν «γερμανός σκηνοθέτης του θεάτρου» και σημαντικό θα είναι το ποσοστό εκείνων που θα έχουν παρακολουθήσει την ευριπιδική Μήδεια, που ανέβασε στα τέλη του Αυγούστου στην Επίδαυρο, ή που θα ήθελαν να την παρακολουθήσουν αλλά για διάφορους λόγους δεν μπόρεσαν.
Ποιος ήταν, λοιπόν, ο Εκεχαρντ Σαλ, που πέθανε το περασμένο Σάββατο στο Βερολίνο, στα 75 του χρόνια και γιατί τον συγκρίνουμε με τον Πέτερ Στάιν; Τα μόνα κοινά τους είναι πως είναι και οι δύο Γερμανοί και θεατράνθρωποι. Από εκεί και πέρα αρχίζουν οι διαφορές, που όλες μαζί δημιουργούν μια άβυσσο.
Ο Σαλ ήταν η ψυχή του Μπερλίνερ Ανσάμπλ. Μαζί με τον Μπέρτολτ Μπρεχτ και μετά το θάνατο του Μπρεχτ. Ηταν από τους πρώτους που έσπευσαν στη σχολή του Μπερλίνερ Ανσάμπλ, όταν την ίδρυσε ο Μπρεχτ, μετά την επιστροφή του από τις ΗΠΑ στη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας. Σύντομα έλαμψε το ταλέντο του και το παθιασμένο ερευνητικό του πνεύμα. Εγινε ένας από τους στενότερους συνεργάτες του Μπρεχτ. Ηθοποιός στα 60 (δικά του και άλλων) έργα που σκηνοθέτησε ο Μπρεχτ, μόνιμος συμπρωταγωνιστής της Ελένα Βάιγκελ, σύζυγος της Μπάρμπαρα Μπρεχτ. Κάθε παρουσία του με το Μπερλίνερ Ανσάμπλ ήταν ένα καλλιτεχνικό γεγονός. Η ζωή του ήταν μια συνεχής έρευνα πάνω στο θέατρο, σύμφωνα με το κοινωνικό-καλλιτεχνικό όραμα του δασκάλου του. Η Δύση αναγκάστηκε να υποκλιθεί στο ταλέντο του, αλλά ποτέ δεν τον αγάπησε, γιατί ποτέ δεν της έκανε τα χατήρια. Πέθανε (τα αίτια του θανάτου του δεν διευκρινίστηκαν) έχοντας βιώσει το ναυάγιο της διατήρησης του Μπερλίνερ Ανσάμπλ ως κοιτίδας του μπρεχτικού οράματος.
Ο Στάιν είναι ένας ικανότατος σκηνοθέτης και ένας ακόμα πιο ικανός δημοσιοσχεσίτης. Κλασικιστής, οριακά πειραματικός και οριακά ριζοσπαστικός. Τόσο που να μην ενοχλεί, να τα έχει καλά με τα κυκλώματα, να εξασφαλίζει χρηματοδότηση για τα έργα που ανεβάζει. Είναι η τυπική εκδοχή του μορφωμένου αστού που καλλιεργεί το καλό γούστο στην τάξη του. Το είδαμε αυτό και στη «Μήδεια», για την οποία υποστήκαμε έναν διαφημιστικό καταιγισμό (σχεδόν πλύση εγκεφάλου), αλλά το αποτέλεσμα δεν ήταν παρά μια κλασικίζουσα παράσταση, με ηθοποιούς που τους «κατάπιε» η επιδαύρειος ορχήστρα (μόνη διασωθείσα η σύζυγός του Μανταλένα Κρίπα) και μ’ ένα ευρηματικό φινάλε, που πολλοί σκηνοθέτες ενδεχομένως θα είχαν σκεφτεί, πριν απ’ αυτόν αλλά το κόστος για την υλοποίησή του στάθηκε απαγορευτικό. Ο Στάιν, όμως, βρήκε τα λεφτά για να το υλοποιήσει. Και θα τον ξαναδούμε σίγουρα στην Επίδαυρο, ενώ μάλλον δεν θα ξαναδούμε τον Ματίας Λάνγκχοφ, σκηνοθέτη του Μπερλίνερ Ανσάμπλ, που τον κατακεραύνωσε με μίσος η εγχώρια κριτική, αυτή η ίδια που αποθέωσε τον Στάιν, πριν ακόμα δει την παράστασή του (μεγάλη υπόθεση οι καλά οργανωμένες και πληρωμένες δημόσιες σχέσεις).
Αυτό το σημείωμα είναι ένας μικρός φόρος τιμής στον Εκεχαρντ Σαλ. Τον τελευταίο της πρώτης γενιάς του Μπερλίνερ Ανσάμπλ. Των σκαπανέων ενός θεάτρου της ψυχαγωγίας και της διδαχής, που τόσο λείπει από την εποχή μας, των μέτριων και των οσφυοκαμπτών.
Π.Γ.