Οποιος γνωρίζει νομικά αντιλήφθηκε αμέσως ότι η εισαγγελέας της έδρας στη δίκη για το βιασμό και τη δολοφονία της Ελένης Τοπαλούδη υπερέβη το δικονομικό ΤΥΠΟ. Το ποινικό σύστημα που ισχύει στην Ελλάδα έχει τοποθετήσει τον εισαγγελέα στην έδρα, δίπλα στους δικαστές, και τον θέλει απαθή και αμερόληπτο. Δεν είναι σαν το αγγλοσαξονικό σύστημα, που έχει τον εισαγγελέα κάτω, δίπλα στους συνηγόρους υπεράσπισης. Στο ισχύον στην Ελλάδα σύστημα ο εισαγγελέας δεν εκπροσωπεί το θύμα, αλλά το νόμο. Το θύμα μπορεί να παραστεί ως πολιτική αγωγή με δικούς του συνηγόρους. Οταν, λοιπόν, ένας εισαγγελέας φορτίζει τόσο έντονα την αγόρευσή του, παραβιάζει τον τύπο, ταυτιζόμενος με την πλευρά του θύματος.
Πέρα από τον τύπο, όμως, υπάρχει η ουσία. Η συγκεκριμένη εισαγγελέας επί της ουσίας δεν υποστήριξε τίποτα το διαφορετικό απ' αυτό που «είπε» με την ομόφωνη απόφασή του το Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο, που δεν αναγνώρισε κανένα ελαφρυντικό στους κατηγορούμενους και τους καταδίκασε σε ισόβια και 15 χρόνια κάθειρξη. Ακόμα κι αν η εισαγγελέας αγόρευε εντελώς απαθής, όπως απαιτεί ο τύπος, ίδια θα ήταν η απόφαση του δικαστηρίου.
Δε γνωρίζουμε το κίνητρο που έσπρωξε την εισαγγελέα σ' αυτή τη στάση. Δεν πρόκειται να την ηρωοποιήσουμε. Ιδιαίτερα απ' όταν πληροφορηθήκαμε ότι ως εισαγγελέας στη Θήβα χαρακτήρισε πταίσμα μια επίθεση χρυσαυγιτών ενάντια σε αντιφασίστα (με αποτέλεσμα να παραγραφεί). Δεν μπορεί να «τσιτάρεις» Τάσο Λειβαδίτη και να ρίχνεις στα μαλακά τους νεοναζί. Ισως μέτρησε το γεγονός ότι ένας από δαύτους ήταν μπατσοσυνδικαλιστής.
Δε θ' ασχοληθούμε με τις προθέσεις της εισαγγελέα, αλλά με τις προθέσεις εκείνων που αντέδρασαν. Δε θα δώσουμε στον Βερβεσό το άλλοθι της συντεχνιακής συμπεριφοράς. Γιατί δεν τον είδαμε ποτέ να διαμαρτύρεται όταν σε πολιτικές δίκες γίνονταν σημεία και τέρατα. Να του θυμίσουμε εκείνον τον απίθανο εισαγγελέα στην πρώτη δίκη της 17Ν, που είχε ξεχάσει να αγορεύσει για μια σειρά κατηγορίες και όταν του το επεσήμαναν είπε το αμίμητο: «Και για όσα ελησμόνησα να τους κηρύξετε ενόχους»; Να του θυμίσουμε την πρώτη δίκη για την ανύπαρκτη «γιάφκα του Χαλανδρίου», με μια έδρα να ξεχειλίζει μίσος ενάντια στους κατηγορούμενους; Συνδικαλιστής ήταν και τότε ο Βερβεσός, δεν τον θυμόμαστε να αντιδρά.
Και τι να πούμε για τον υφυπουργό παρά τω πρωθυπουργώ Σκέρτσο (μεταγραφή στο Μαξίμου κατευθείαν από τη γενική διεύθυνση του ΣΕΒ), που ξαφνικά απέκτησε νομικές γνώσεις και δημοκρατικές ευαισθησίες; Αλλά και τον υπουργό (και έμπειρο νομικό) Γεραπετρίτη που έσπευσε να καλύψει τον ομοτράπεζό του, λέγοντας μπούρδες (όταν ένα μέλος της κυβέρνησης μιλάει δημόσια, δεν εκφέρει προσωπική άποψη, κάνει πολιτική παρέμβαση);
Δε χρειάζεται να το «βασανίσουμε». Οι «Σκέρτσοι» δε δίνουν δεκάρα για τον τρόπο απονομής του δικαίου, παρά μόνο όταν αισθάνονται ότι απειλούνται δικοί τους άνθρωποι. Γι' αυτό και οι νεοδημοκράτες έτρεχαν να συμπαρασταθούν στον τέως βουλευτή Νίκο Γεωργιάδη, που καταδικάστηκε για ασέλγεια σε βάρος ανηλίκων. Κι αν ο ένας από τους δολοφόνους της Ελένης Τοπαλούδη δεν ήταν γόνος «καλής οικογένειας» της Ρόδου, με λεφτά και διασυνδέσεις, είμαστε σίγουροι ότι ο Σκέρτσος δε θα έδειχνε κανένα ενδιαφέρον.
Δεν ξέρουμε αν απλά τον έπιασε η αγανάκτηση για τους βαρείς χαρακτηρισμούς για ένα γόνο της τάξης του ή αν «ξεπλήρωνε γραμμάτια» σε ανθρώπους που τον βοήθησαν στην καριέρα του και οι οποίοι έδειξαν «ενδιαφέρον» για το «παιδί» (τον άλλο, τον Αλβανό, χεσμένο τον έχουν). Το μόνο βέβαιο είναι ότι με την παρέμβασή του ο στενός συνεργάτης του Μητσοτάκη έδειξε όλη την καλπιά της τάξης του, της μπουρζουαζίας, που πάντα δικαιολογούσε και τα πιο ειδεχθή εγκλήματα των γόνων της.
Π.Γ.