Για μια φορά ακόμη, αντιστρέφεται η πραγματικότητα και τοποθετείται με το κεφάλι κάτω. Για μια φορά ακόμη, ντροπιασμένες αντιλήψεις μετατρέπονται σε ιδεολογήματα και με τη μορφή προπαγανδιστικού ενέσιμου διαλύματος καταβάλλεται προσπάθεια να εγχυθούν μέσα στο κίνημα.
Εχουμε ένα μείζον πολιτικό γεγονός, ένα κόμμα, που καμώνεται ότι είναι επαναστατικό, αναλαμβάνει να περιφρουρήσει το αστικό κοινοβούλιο, μη τυχόν και ξεσπάσει πάνω του η οργή των απεργών-διαδηλωτών. Το κάνει σε πλήρη συνεργασία με την κυβέρνηση, η οποία αποσύρει την Αστυνομία από τις συνήθεις θέσεις της, τις οποίες καταλαμβάνουν ορδές κρανοφόρων και ροπαλοφόρων μελών του εν λόγω κόμματος. Ακόμη και η θέση τους υποδηλώνει το ρόλο τους: πλάτη στη Βουλή – μέτωπο στους διαδηλωτές.
Αντί, λοιπόν, να έχουμε ομόφωνη, μαζική καταγγελία αυτού του κόμματος και του αστικού-χωροφυλακίστικου ρόλου που ανέλαβε να παίξει, αντί αυτό το κόμμα να στιγματιστεί ως εχθρός του λαού και προστάτης του αστικού συστήματος εξουσίας, ορισμένοι προχωρούν σε καταγγελίες μιας μερίδας διαδηλωτών που συγκρούστηκαν με τις δυνάμεις καταστολής αυτού του κόμματος, ενώ άλλοι τηρούν ίσες αποστάσεις.
Ομως, εν προκειμένω έχουμε γεγονότα έναντι των οποίων δεν χωρούν ίσες αποστάσεις. Μπορεί κανείς να έχει οποιαδήποτε άποψη για την τακτική ορθότητα των επιλογών του συγκεκριμένου κομματιού των διαδηλωτών, να κρίνει έτσι ή αλλιώς τη σκοπιμότητα κάθε ενέργειας, όμως αυτό αφορά μια συζήτηση μέσα στο κίνημα και με όρους κινήματος. Αντίθετα, το κόμμα που περιφρουρούσε τη Βουλή, ανεξάρτητα από την κοινωνική του σύνθεση (η οποία, άλλωστε, δεν είναι περισσότερο εργατική ή λαϊκή από την κοινωνική σύνθεση των «καθαρόαιμων» αστικών κομμάτων), ανεξάρτητα από το βερμπαλισμό με τον οποίο επενδύει τον πολιτικό του λόγο, ενήργησε ως εχθρός του λαού, αναλαμβάνοντας –με σαφή και απροκάλυπτο τρόπο– καθήκοντα δύναμης καταστολής του συστήματος.
Εν προκειμένω, λοιπόν, δεν χωρούν συμψηφισμοί. Δεν μπορείς να συγκρίνεις κονωνικά και πολιτικά ανόμοιες συμπεριφορές. Δεν μπορείς να εξισώνεις τα όποια (υπαρκτά ή ανύπαρκτα ή διογκωμένα) προβλήματα στο εσωτερικό ενός κινήματος με τις αντιθέσεις αυτού του κινήματος με τους εχθρούς του στον τομέα της καταστολής, είτε πρόκειται για τις επίσημες δυνάμεις καταστολής του κράτους είτε για «εθελοντές» κομμάτων όπως ο Περισσός. Πρέπει, καταρχήν, να ξεχωρίσουμε τις διαφορετικές ποιότητες και μετά να κάνουμε την όποια συζήτηση στο πλαίσιο της «ποιότητας-κίνημα».
Οι καταγγελίες για «δολοφονική επίθεση κουκουλοφόρων» ή οι ίσες αποστάσεις αποτελούν βούτυρο στο ψωμί της ηγεσίας του Περισσού, η οποία βρέθηκε στριμωγμένη και προσπαθεί να κρύψει τις πομπές της. Ακόμη και το θάνατο του δικού τους στελέχους, που αποδεδειγμένα δεν έχει οποιαδήποτε σχέση με τη σύγκρουση ΚΝΑΤ-διαδηλωτών, προσπαθούν να τον φορτώσουν σ’ αυτή τη σύγκρουση, βγάζοντας λάδι την κυβέρνηση. Ασελγούν πάνω σ’ έναν δικό τους νεκρό, σε μια προσπάθεια να αποφύγουν το καίριο ερώτημα («γιατί περιφρουρούσατε τη Βουλή από το λαό;») και να μουτζουρώσουν την εικόνα που είδε όλος ο κόσμος: οι δυνάμεις καταστολής του Περισσού περιφρουρούσαν τη Βουλή και οι δυνάμεις καταστολής του κράτους περιφρουρούσαν τον Περισσό.
Στο θέμα θα χρειαστεί να επανέλθουμε, γιατί το θεωρούμε (και είναι) μείζονος σημασίας.
Π.Γ.