Γέμισαν και πάλι οι κεντρικοί δρόμοι της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης, της Πάτρας και άλλων πόλεων από πανηγυριστές που γιόρταζαν τη νίκη της Παπαρίζου στη Γιουροβίζιον, ανεμίζοντας γαλανόλευκες σημαίες. Αντάμωσαν και πάλι τα Τσερόκι με τα νταβραντισμένα κωλόπαιδα της μπουρζουαζίας, με τα ταπεινά χιλιοτετρακοσάρια και τα παπιά στα οποία επέβαιναν απλά λαϊκά παιδιά.
Αν το πράγμα είχε μείνει μόνο στον γηπεδικού τύπου χαβαλέ, από ανθρώπους που είναι «φαν» αυτού του είδους μουσικής, αυτού του «ποπ» μουσικού χυλού που αποβλακώνει τις αισθήσεις, η στήλη δεν θα είχε κανένα λόγο να ασχοληθεί. Ομως, πριν καλά-καλά οι πανηγυριώτες μαζέψουν τις σημαίες και τραβήξουν για τα επινίκια στα κλαμπ (οι παραλήδες τεμπέληδες) ή για ύπνο (τα φτωχόπαιδα), σύμπασα η πολιτική και πνευματική ηγεσία, όπως συνηθίζεται να αποκαλείται, βγήκε στη σέντρα για να πανηγυρίσει. Από τον οικουμενικό πατριάρχη Βαρθολομαίο και τον αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο, που «ξέχασαν» πως τα από άμβωνος κηρύγματά τους δεν ταιριάζουν και τόσο με το χοροπηδηχτό ενός ημίγυμνου «σεξ σύμπολ», μέχρι τον πρόεδρο της Δημοκρατίας Κ. Παπούλια, έναν σοβαρό κατά τεκμήριο άνθρωπο, που δεν περιορίστηκε σε μια τυπική δήλωση, αλλά προσέδωσε στη νίκη του «νάμπερ ουάν» χαρακτήρα πολιτιστικής αντεπίθεσης.
Εδώ τα πράγματα άρχισαν να σοβαρεύουν επικίνδυνα. Οσο είχαν σοβαρέψει τότε που δεν μας «άφηναν» να πανηγυρίσουμε για την απρόσμενη και ονειρεμένη κατάκτηση του Euro 2004 από την ποδοσφαιρικά καθυστερημένη Ελλάδα. Γιατί εμείς χαιρόμασταν και πανηγυρίζαμε ως λάτρεις του ποδόσφαιρου (και των ανατροπών, βεβαίως), ενώ αυτοί επεδίωκαν να μας μετατρέψουν σε «παρλιακά» που τα καθοδηγούν επιτήδειοι πολιτικάντηδες, αφιονίζοντάς τα με δηλητήρια εθνικιστικά.
Ουδέποτε κοιτάξαμε αφ’ υψηλού τα παιδιά εκείνα που λικνίζονται υπό τους ήχους του Δάντη, του Καρβέλα και του Φοίβου και εκστασιάζονται μπροστά στη λάγνα εμφάνιση της κάθε Παπαρίζου και του κάθε Ρουβά. Σε μια κοινωνία παρακμιακή αυτά τα παιδιά είναι τα θύματα. Και η πολιτιστική τους αναβάθμιση δεν μπορεί να γίνει με απαξίωση και διατάγματα, αλλά είναι υπόθεση γενικότερων κοινωνικών ανακατατάξεων. Πολύ περισσότερο από το πολιτιστικό, λοιπόν, μας απασχολεί το πολιτικό. Η προσπάθεια χειραγώγησης ευρύτατων λαϊκών στρωμάτων γύρω από τις κάθε είδους «εθνικές επιτυχίες». Πολιτιστικά φαινόμενα εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους, όπως το ευρωπαϊκό ποδοσφαιρικό πρωτάθλημα και ο διαγωνισμός της Γιουροβίζιον οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα: σε μια μαζική υστερία, αυτοφυή και κατευθυνόμενη ταυτόχρονα, που δεν αγκαλιάζει κατά περίσταση πότε τους ποδοσφαιρόφιλους και πότε τους θαυμαστές της Παπαρίζου, αλλά αποκτά εθνικά χαρακτηριστικά.
Επιμένουμε στην αυτοφυή πλευρά αυτών των εκδηλώσεων. Η προπαγάνδα έρχεται μετά. Πιάνει γιατί υπάρχει το έδαφος. Πρόκειται για εκδήλωση ενός καταπιεσμένου εθνικού φιλότιμου. Ενας λαός ηττημένος, καθημαγμένος, ανίκανος να ζήσει συλλογικές ανατάσεις, να διεκδικήσει, να αγωνιστεί, να μοιραστεί κοινά οράματα, κρέμεται από τα πόδια του Ζαγοράκη, τα μούσκουλα του Ρουβά και τα στήθη της Παπαρίζου. Οταν κερδίζουν αυτοί -ανεξάρτητα από το τι αντιπροσωπεύουν- πανηγυρίζουμε λες και κερδίσαμε όλοι. Εχουμε ανάγκη μια ψεύτικη νίκη για να ισοσταθμίσουμε την έλλειψη των πραγματικών.
Π.Γ.