Για το Γενάρη του 2006 ανέβαλε τη συζήτηση του ψηφίσματος καταδίκης του κομμουνισμού η Επιτροπή της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβούλιου της Ευρώπης. Ηταν τόσο απροκάλυπτο, τόσο προκλητικό, τόσο ψυχροπολεμικό το σχέδιο ψηφίσματος, αλλά και έντονες και από ποικίλες κατευθύνσεις οι αντιδράσεις, που η μερική αναδίπλωση κρίθηκε απαραίτητη, παρά τη διαφωνία των βουλευτών από τις χώρες της Βαλτικής, που πρωταγωνιστούν στην προώθησή του (απολύτως λογικό για τους κληρονόμους των ναζιστών του μεσοπολέμου).
Καθολική ήταν η αντίδραση των βουλευτών της Ρωσικής Δούμας, με επικεφαλής τον πρόεδρο της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Δούμας, που ανήκει στο κόμμα του Πούτιν, ο οποίος δήλωσε πως δεν μπορεί να καταδικαστεί ο κομμουνισμός καθεαυτός και ότι είναι απαράδεκτο να ταυτίζεται ο κομμουνισμός με τον ναζισμό, ως δυο όψεις του ολοκληρωτισμού. Από κοντά βουλευτές από διάφορα αυτοονομαζόμενα ΚΚ των ευρωπαϊκών κοινοβουλίων, με πιο ζωηρούς αυτούς της «Κομμουνιστικής Επανίδρυσης» της Ιταλίας. Ακόμα και ο γνωστός για τα αντικομμουνιστικά του αισθήματα Θ. Πάγκαλος, που συμμετέχει στην Επιτροπή, τάχθηκε ενάντια στο ψήφισμα. Το ίδιο και άλλοι σοσιαλδημοκράτες αλλά και συντηρητικοί.
Ετσι, δημιουργήθηκε ένα ευρύ μέτωπο που κατά πλειοψηφία είπε «ας το ξανασκεφτούμε». Δεν είναι εύκολο να ποδοπατείς ολόκληρη Ρωσική Δούμα και να αγνοείς το κόμμα του Πούτιν, που δεν θέλει ν’ ανοίξει τέτοια μέτωπα στη Ρωσία και να προσβάλλει τόσο βαθιά την ιστορική μνήμη του ρωσικού λαού. Αλλωστε, η τακτική του Πούτιν, του Ζιουγκάνοφ και άλλων ρώσων πολιτικών είναι μια τακτική ενίσχυσης του ρωσικού μεγαλοϊδεατισμού, που δεν προωθείται με αντιλήψεις που θεωρούν ότι στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο συγκρούστηκαν «δυο ολοκληρωτισμοί». Από την άλλη, κάθε δυτικοευρωπαϊκή χώρα έχει στο κοινοβούλιό της ένα κόμμα με αναφορές στον κομμουνισμό και το πολιτικό της κατεστημένο γνωρίζει πολύ καλά πόσο βαθιά είναι η πίστη και η νομιμοφροσύνη αυτών των κομμάτων στην αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία και τους θεσμούς της. Γιατί, λοιπόν, ν’ ανοίγουν τέτοια μέτωπα;
Και ο αντικομμουνιστικός αγώνας; Θα παραιτηθούν απ’ αυτόν; Οχι βέβαια. Απλώς, πρέπει να βρουν άλλο, πιο σύγχρονο τρόπο για να τον δώσουν. Να διαχωρίσουν τους κομμουνιστές των κοινοβουλίων και των σαλονιών, που ακόμα επιμένουν να έχουν τέτοιες αναφορές, ευνουχίζοντας τον ίδιο τον κομμουνισμό από το επαναστατικό του πνεύμα. Και να καταδικάσουν τον «ακραίο κομμουνισμό», που επαγγέλλεται την επανάσταση, τη συντριβή του αστικού κράτους και τη δικτατορία του προλεταριάτου. Θα βρουν αυτοί τις διατυπώσεις, δεν έχουν πρόβλημα σ’ αυτό.
Δυο βήματα μπρος, λοιπόν, ένα βήμα πίσω. Το ζήτημα τέθηκε και παραμένει ανοιχτό. Το παζάρι θα γίνει με τους νομιμόφρονες κομμουνιστές, μ’ αυτές τις καρικατούρες του κομμουνισμού, από τους οποίους θα ζητηθούν όρκοι πίστης στην αστική δημοκρατία, για να λειανθούν οι γωνίες του τελικού ψηφίσματος ώστε να μη θυμίζει ανακοίνωση της Επιτροπής Αντιαμερικανικών Υποθέσεων του γερουσιαστή Μακάρθι.
Τί θα κρατήσουμε εμείς; Την ουσία. Το φόβο που εξακολουθεί να προξενεί ο κομμουνισμός στους αστούς, με αποτέλεσμα οι πιο μαύροι πολιτικοί κύκλοι τους να θέλουν να δημιουργήσουν ένα πανευρωπαϊκό ιδιώνυμο αδίκημα.