Ολες οι μέχρι τα τώρα αστικές κυβερνήσεις, όταν έπαιρναν αντιλαϊκά μέτρα ξεκινούσαν ταυτόχρονα και μια εκστρατεία «καταπολέμησης της διαφθοράς». Ξαμολούσαν τα συνεργεία της εφορίας, έπιαναν κάποιους με φορολογικές παραβάσεις (συνήθως από τους κλάδους των ελεύθερων επαγγελματιών, γιατί είναι πιασάρικο να δίνεις λίστες φοροφυγάδων μεγαλογια-τρών, μεγαλοδικηγόρων, μεγαλοτραγουδιστών), ενώ έστελναν και κάποιο σκάνδαλο στον εισαγγελέα για διερεύνηση.
Τις περισσότερες φορές δεν μάθαμε ποτέ τι απέγιναν οι λίστες με τους φοροφυγάδες (αν πλήρωσαν, πόσοι πλήρωσαν και πόσα πλήρωσαν), ενώ οι υποθέσεις που πηγαίνουν στον εισαγγελέα παίρνουν χρόνια να εκκαθαριστούν. Κάποιες κλείνουν με αθώωση των εμπλακέντων (θυμηθείτε το σκάνδαλο του χρηματιστήριου), άλλες κλείνουν με καταδίκες.
Η διοικητική εκκαθάριση υποθέσεων φοροδιαφυγής και η δικαστική εκκαθάριση υποθέσεων διασπάθισης κρατικού χρήματος και υποθέσεων δωροδοκίας αποτελούν εγγενείς δραστηριότητες κάθε αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Το σύστημα δεν μπορεί να επιβιώσει διαφορετικά. Οι ίδιοι οι καπιταλιστές ζητούν τέτοιες εκκαθαρίσεις, όταν κάποιοι «χαλάνε την πιάτσα» και κερδίζουν πόντους στον ανταγωνισμό. Αυτό συνέβαινε και συμβαίνει σε όλο τον καπιταλιστικό κόσμο.
Αυτό το θεσμικό και αυτονόητο, όμως, στη χώρα μας μετατρέπεται σε κυβερνητική προπαγάνδα αποπροσανατολισμού, σε μέσο κοινωνικού ελέγχου, ενίοτε και σε εργαλείο ανάπτυξης του κοινωνικού ρατσισμού. Οι λεγόμενοι μικρομεσαίοι μετατρέπονται σε αποδιοπομπαίους τράγους του συστήματος και υποδεικνύονται στους μισθωτούς ως οι αίτιοι για τα φορολογικά χαράτσια που πληρώνουν. Και οι μισθωτοί υποδεικνύονται επίσης ως συνένοχοι, γιατί «δεν ζητούν παντού και πάντοτε αποδείξεις – μπαίνουν σε συναλλαγή για να πάρουν έκπτωση».
Βέβαια, αν σκαλίσουμε λίγο τη μνήμη μας, θα θυμηθούμε τις προεκλογικές διαβεβαιώσεις του ΣΥΡΙΖΑ ότι με κάποιο περιουσιολόγιο, που θα το έφτιαχνε μέσα σ’ ένα εξάμηνο, θα λύσει το πρόβλημα της φοροδιαφυγής και θα μπορέσει να ελαφρύνει φορολογικά τους μισθωτούς και ευρύτερα τα φτωχά λαϊκά στρώματα. Αντί γι’ αυτό, βλέπουμε τη φορομπηχτική πολιτική όχι μόνο να διατηρείται άθιχτη, αλλά και να βαθαίνει, με όπλο τον πιο επαχθή έμμεσο φόρο, τον ΦΠΑ. Και σαν φάρμακο, σαν κοινωνικό ηρεμιστικό, να χρησιμοποιείται η γνωστή μέθοδος της φοροπροπαγάνδας: τόσες παράνομες ταμειακές μηχανές βρήκαμε στη Σαντορίνη και τόσες στη Μύκονο – τα συνεργεία θα εργάζονται σε 24ωρη βάση – τα σκάνδαλα θα πάνε στον εισαγγελέα κτλ.
Ολ’ αυτά θα κρατήσουν για ένα διάστημα και μετά τα πάντα θα επανέλθουν στην κανονικότητά τους. Γιατί ο ελληνικός καπιταλισμός έχει τις ιδιομορφίες του, όπως κάθε καπιταλιστικός σχηματισμός. Θα έχει αναγκαστικά μια ευρεία «μαύρη» οικονομία (από φορολογική άποψη παραοικονομία), οπότε το θεσμικό σύστημα θα είναι προσαρμοσμένο σ’ αυτή την πραγματικότητα.
Οσο, όμως, «μασάμε» σ’ αυτή την προπαγάνδα για την καταπολέμηση της διαφθοράς και της φοροδιαφυγής, θα μας διαφεύγει η ουσία. Θα μας διαφεύγει καταρχάς η νόμιμη φοροδιαφυγή, που γίνεται με τις σκανδαλώδεις χαριστικές διατάξεις που ισχύουν για το μεγάλο κεφάλαιο. Και κυρίως θα μας διαφεύγει ότι ο καπιταλισμός είναι ένα ληστρικό και διεφθαρμένο σύστημα όχι μόνο και όχι τόσο στον τομέα της αναδιανομής του εισοδήματος (δημοσιονομική πολιτική), αλλά κυρίως στον τομέα της διανομής. Εκεί που οι κάτοχοι του κεφαλαίου σωρεύουν τεράστια κέρδη, περιορίζοντας τους παραγωγούς του κοινωνικού πλούτου σε μισθούς πείνας. Εκεί που η κρίση γίνεται ευκαιρία για αύξηση της εκμετάλλευσης και επανασφετερισμό από τους καπιταλιστές όσων οι εργάτες είχαν κατακτήσει με αγώνες δεκαετιών.
Π.Γ.