Δεν είναι και τόσο συνηθισμένο πράγμα ένας δίσκος jazz να γνωρίζει ιδιαίτερη προβολή, ιδιαίτερα στον ελληνικό Τύπο. Ακόμα και αν πρόκειται για τον τελευταίο δίσκο του Τσάρλι Χέιντεν, ενός από τους μεγαλύτερους εν ζωή μουσικούς και συνθέτες. Το είδαμε να συμβαίνει, όμως. Το «Not in our name», δίσκος που ξανάφερε μαζί τον Χέιντεν με την πιανίστα Κάρλα Μπλέι, συνιδρυτές της θρυλικής Liberation Music Orchestra, είχε μια απροσδόκητα μεγάλη προβολή στη χώρα μας, αντιστρόφως ανάλογη με το κοινό αυτής της μουσικής. Μια προβολή κυρίως για πολιτικούς λόγους, αφού το «Οχι στο όνομά μας» είναι η κατηγορηματική άρνηση των δυο μουσικών στην πολιτική Μπους και στους πολέμους που έχει εξαπολύσει.
Για μας, όμως, εραστές από ετών της jazz και του Χέιντεν ιδιαίτερα, ο δίσκος ήταν σκέτη απογοήτευση. Μια απογοήτευση που δεν θα υπήρχε κανένας λόγος να μοιραστούμε με τους αναγνώστες της «Κ», αν δεν μας έδινε αφορμή για ένα κοινωνιολογικό σχόλιο πάνω σε μια μορφή της τέχνης.
Ας γυρίσουμε 36 χρόνια πίσω. Τον Απρίλη του 1969, η Liberation Music Orchestra μπαίνει σ’ ένα νεοϋορκέζικο στούντιο και μέσα σε τρεις μέρες ηχογραφεί έναν ιστορικό δίσκο, που έχει σαν τίτλο το όνομα της μπάντας. Και τι μπάντα! Εκτός του Χέιντεν και της Μπλέι, στη μπάντα συμμετέχουν μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα της εποχής: Ντον Τσέρι, Ρόσγουελ Ραντ, Σαμ Μπράουν, Ντιούι Ρέντμαν, Πολ Μότιαν κ.ά. Και τί κομμάτια! Το τραγούδι του Eνωμένου Mετώπου, σε μουσική Χανς Αισλερ και λόγια Μπέρτολτ Μπρεχτ, τρία τραγούδια από τον Ισπανικό Εμφύλιο, το Τραγούδι για τον Τσε του Χέιντεν, τα Ορφανά του Πολέμου του Ορνέτ Κόλμαν κ.ά. Οσο για τη μουσική, μια ηχητική καταιγίδα free jazz. Οι νόρμες σπάνε, τα σόλο των μουσικών «φτύνουν» επιθετικότητα και οργή, οι αισθήσεις τίθενται σε διέγερση, η επαναστατική διάθεση σε πλημμυρίζει. Ενας δίσκος που θέλεις να τον ακούς και να τον ξανακούς. Ενα κήρυγμα αγώνα και απελευθέρωσης, για «έναν κόσμο χωρίς πόλεμο και σκοτωμούς, χωρίς φτώχεια και εκμετάλλευση», όπως έγραφε ο Χέιντεν στο σημείωμα που συνόδευε το δίσκο.
Κι έρχεσαι στο σήμερα κι ακούς ένα δίσκο-κηδεία. Με μουσικούς που απλώς διεκπεραιώνουν αυτό που τους ζήτησε ο συνθέτης και η ενορχηστρώτρια. Με μελωδίες ήρεμες, θλιμμένες, και σόλο «ψόφια», χωρίς επιθετικότητα, χωρίς οργή, χωρίς καν έμπνευση. «Ο μηχανισμός κέρδισε τις εκλογές και πάλι με το δόλωμα και τη μαγκούρα», γράφει ο Χέιντεν στο σύντομο σημείωμά του. Κι αυτός, λοιπόν, στη μεγάλη συμμαχία που στήριξε τον Τζον Κέρι στις τελευταίες αμερικάνικες εκλογές, για να ηττηθεί ο Μπους. Ηττημένος πολιτικά δυο φορές (μια από το Μπους και μια από την προσχώρησή του στη συμμαχία στήριξης του Κέρι), αλλά όντας πάντα «πολιτικό ον», θρηνεί, φτιάχνοντας μουσική «easy listening», που δεν έχει καμιά σχέση με τη μουσική της οργής και της αντίστασης που έφτιαχνε παλιά.
Αλλά ας μη τα φορτώνουμε όλα στον Χέιντεν. Ο μουσικός είναι ένας ευαίσθητος δέκτης της εποχής του. Απ’ αυτήν εμπνέεται, αυτή αποτυπώνει στο έργο του. Το 1969 η Αμερική ήταν στο πόδι. Κίνημα ενάντια στο Βιετνάμ, Μαύροι Πάνθηρες, ένοπλες ομάδες, φοιτητικός ριζοσπαστισμός και δίπλα τους η πρωτοπορία της jazz, στην οποία ανήκε και ο Χέιντεν. Σύγκριση με το σήμερα δεν υπάρχει. Οταν υπάρξει σύγκριση, ίσως να ξανακούσουμε τον παλιό Χέιντεν και την πραγματική Liberation Music Orchestra.