Σωστά σημειώθηκε στο προηγούμενο φύλλο της «Κ», ότι το παράδειγμα κάποιων παράνομων, που ακολουθούν το δικό τους ατομικό δρόμο σύγκρουσης με τους μηχανισμούς του νόμου και της τάξης του αστικού κράτους, δεν μπορεί να μετατρέπεται σε πολιτικό πρόταγμα. Σωστά τονίστηκε η προσπάθεια κάποιων ιδεολογικών μηχανισμών να σβήσουν, μέσω της θεαματικοποίησης της παράτολμης δράσης ανθρώπων όπως οι αδελφοί Παλαιοκώστα, τους συμβολισμούς που εκπέμπουν πλευρές αυτής της δράσης και ειδικά εκείνες της επιτυχούς σύγκρουσής τους με τους μηχανισμούς καταστολής, που δημιουργούν πείρα και για το επαναστατικό κίνημα.
Διαβάζαμε στο «Πρώτο Θέμα» της περασμένης Κυριακής ένα ρεπορτάζ στον τόπο καταγωγής των αδελφών Παλαιοκώστα. Ανθρωποι μιλούσαν γι’ αυτούς με θερμά λόγια. Αλλοι ανώνυμα και άλλοι επώνυμα! «Ο Βασίλης πάντα με το χαμόγελο ήταν όποτε ερχόταν εδώ. Δεν έχει πειράξει κανέναν. Οταν έκλεβε κάποιο αυτοκίνητο άφηνε πάντα χρήματα στο ντουλαπάκι». «Ο Βασίλης βοήθησε φτωχούς και κατατρεγμένους. Ολοι εδώ παρακαλούν να είναι έξω ο Βασίλης και ο Νίκος για να βοηθούν τους φτωχούς. Δεν σκότωσαν κανέναν, έκλεβαν και μοίραζαν λεφτά. Ολα τα χωριά έχουν ευεργετηθεί». «Σε έναν κτηνοτρόφο τού πλήρωσαν τις ζωοτροφές. Σε άλλον έδωσαν χρήματα, ενώ σε μια οικογένεια είχαν αφήσει φάκελο με εκατοντάδες χιλιάδες δραχμές». Σχολιάζει ο ρεπόρτερ: «Ολοι υποστηρίζουν ότι ακόμα και να ήξεραν πού βρίσκεται ο Βασίλης Παλαιοκώστας δεν θα τον πρόδιδαν. Ισα-ίσα θα του έδιναν και το σπίτι τους για να κρυφτεί».
Πέρα από την «ανάθεση» που υποκρύπτεται στα όσα δηλώνουν αυτοί οι απλοί άνθρωποι (περιμένουν κάποιον Ρομπέν των Δασών να τους βοηθήσει, αντί ν’ αναλάβουν οι ίδιοι δράση), βλέπει κανείς εδώ το γνήσιο λαϊκό αισθητήριο, αυτό που συχνά με μανιχαϊστικό τρόπο χωρίζει το καλό από το κακό. Εχετε ακούσει ποτέ λαϊκούς ανθρώπους να μιλούν με τόση θέρμη, με τόση αγάπη για καπιταλιστές, για τραπεζίτες, βιομήχανους και εφοπλιστές; Μόνο οι τσάτσοι τους μιλούν έτσι, όταν διαφημίζουν το φιλανθρωπικό τους έργο. Αντίθετα, οι απλοί άνθρωποι του λαού, ακόμα και όταν αποδέχονται τις φιλανθρωπίες των καπιταλιστών, το κάνουν σιωπηλά, γιατί κατά βάθος ξέρουν πως αυτές οι φιλανθρωπίες κάθε άλλο παρά ανιδιοτελείς είναι. Βλέπουν στις φιλανθρωπίες το φερετζέ της εκμετάλλευσης. Ξέρουν για τις φοροαπαλλαγές, ξέρουν για τις μπίζνες που ανοίγουν με τις φιλανθρωπίες, ξέρουν ότι δεν πρόκειται για δικά τους λεφτά, αλλά για κέρδη που προέρχονται από τον ιδρώτα των εργαζόμενων.
Αντίθετα, στα λεφτά που μοιράζουν οι αδελφοί Παλαιοκώστα οι απλοί άνθρωποι βλέπουν την ανιδιοτέλεια. Γι’ αυτό και ποτέ δεν τα χαρακτήρισαν φιλανθρωπία. Τα βλέπουν σαν απόδοση δικαιοσύνης από ανθρώπους που βάζουν το κεφάλι τους στο ντορβά, που παίζουν τη ζωή τους κορόνα-γράμματα. Κι αν όχι τη ζωή τους, τουλάχιστον την ελευθερία τους.
Η λαϊκή ηρωποίηση ανθρώπων που ακολουθούν το δικό τους μοναχικό δρόμο της σύγκρουσης με τα θέσμια της αστικής κοινωνίας δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Ούτε είναι η πρώτη φορά που οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του συστήματος προσπαθούν να χειραγωγήσουν αυτή την ηρωποίηση, στρογγυλεύοντας τις γωνίες της και αφυδατώνοντάς την από οποιοδήποτε ουσιαστικό κοινωνικό στοιχείο. Χωρίς να υποκύπτουμε ούτε στη γοητεία αυτής της θεματοποίησης-ηρωποίησης ούτε στα συντηρητικά ανακλαστικά, που προσπαθούν να αναγορεύσουν αυτούς τους ανθρώπους σε εχθρούς της κοινωνίας, ας κρατήσουμε και ας αναδείξουμε εκείνα τα στοιχεία που έχουν πραγματική κοινωνική σημασία.
Μακριά από κάθε σχηματοποίηση ή απολυτοποίηση.
Π.Γ.