Ας σκεφτούμε λογικά. Για ποιο λόγο να επιλέξει κάποιος να ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ ή ΝΔ; Επειδή την επόμενη τετραετία θα δημιουργήσουν εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας, φέρνοντας την ανάπτυξη;
Θυμόσαστε, μήπως, πότε η ανάπτυξη έγινε ανέκδοτο; Ηταν επί Σαμαροβενιζέλων. Εκτοτε πέρασαν πάνω από τέσσερα χρόνια κι όταν ήρθε κάποια στιγμή η ανάπτυξη (πάντοτε έτσι συμβαίνει μετά από μια παρατεταμένη καπιταλιστική ύφεση), διαπιστώσαμε ότι ήταν ασθμαίνουσα, αναιμική, ανίκανη να κατεβάσει τον επίσημο δείκτη της ανεργίας κάτω από το 18%-19%. Πρέπει μάλιστα να σημειωθεί ότι ο δείκτης κατέβηκε περισσότερο λόγω της μετανάστευσης εκατοντάδων χιλιάδων νέων παρά λόγω της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας.
Κι αυτή η αναιμική ανάπτυξη, όμως, έχει ως προϋπόθεση τη διατήρηση της κινεζοποίησης: εξευτελιστικά μεροκάματα, αποσαθρωμένες εργασιακές σχέσεις, «ευελιξία» στη μίσθωση εργατικής δύναμης κτλ. κτλ.
Και βέβαια, η αναιμική ανάπτυξη έχει ως προϋπόθεση την απόλυτη ασυδοσία των καπιταλιστών σε ζητήματα προστασίας του περιβάλλοντος και της πολιτιστικής κληρονομιάς, την αυθαιρεσία τους έναντι κάθε στοιχειώδους ελέγχου από τα αρμόδια όργανα της δημόσιας διοίκησης (αυτό σημαίνει η «εξάλειψη των γραφειοκρατικών εμποδίων»).
Δε χρειάζεται και τόσο… ώριμη σκέψη για να κατανοήσει κάποιος ότι επιλέγοντας ΝΔ ή ΣΥΡΙΖΑ, ΣΥΡΙΖΑ ή ΝΔ, επιλέγει μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης. Εκτός αν έχει προσχωρήσει πλήρως στη λογική του κοινοβουλευτικού κρετινισμού, μια λογική μοιρολατρική, που λέει: έτσι παίζεται το παιχνίδι, κάποιος θα κυβερνήσει, επιλέγω αυτόν που μου φαίνεται ως το μικρότερο κακό.
Ναι, αλλά υπάρχουν και οι εναλλακτικές, λέει ο αντίλογος. Δεν έχει σημασία ποιες είναι αυτές, πάντως είναι στ' αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ. Βέβαια, αν θέλουμε να είμαστε συνεπείς με την κοινοβουλευτική λογική, θα πρέπει να πάρουμε υπόψη μας και τη «χαμένη ψήφο», η οποία μάλιστα -στο πλαίσιο του ισχύοντος εκλογικού συστήματος- ενισχύει την πορεία του πρώτου κόμματος προς την αυτοδυναμία (όσο μεγαλώνει το ποσοστό των ψήφων που μένει εκτός βουλευτής τόσο χαμηλώνει το ποσοστό που θέλει το πρώτο κόμμα για την αυτοδυναμία του). Ας το παραβλέψουμε, όμως, και ας μείνουμε στην έκκληση για αριστερή, ριζοσπαστική, ανατρεπτική (και δε συμμαζεύεται) ψήφο.
Η επιχειρηματολογία όσων ζητούν αυτή την ψήφο έχει προ πολλού πάψει να εκφέρει κάτι πρωτότυπο. Οι ίδιες αφόρητες κοινοτυπίες, περί ενδυνάμωσης των λαϊκών αγώνων και τα παρόμοια.
Κανένας τους, ποτέ, δεν μπόρεσε να δείξει πειστικά την αιτιώδη σχέση που έχει η θέληση για ενδυνάμωση των εργατικών και λαϊκών αγώνων με τη δική του εκλογική ενδυνάμωση. Ούτε αυτοί που καταφέρνουν να εκπροσωπηθούν κοινοβουλευτικά ούτε αυτοί που παραμένουν σταθερά εξωκοινοβουλευτικοί.
Ενα παιχνίδι εντυπώσεων παίζεται. Αν αυξήθηκαν ή μειώθηκαν οι ψήφοι από εκλογή σε εκλογή. Τίποτα πέραν αυτού. Αυτό το παιχνίδι εντυπώσεων, όμως, αναγορεύεται σε ύψιστο πολιτικό καθήκον. Γεγονός που υποδηλώνει την πλήρη προσχώρηση στη λογική του κοινοβουλευτικού κρετινισμού, η οποία κρίνει -αν όχι τα πάντα, τουλάχιστον τα περισσότερα- με βάση το εκλογικό αποτέλεσμα.
Γι' αυτό και λέμε ότι είναι καιρός να ξεφύγουμε απ' αυτή την παγίδα, κινούμενοι -και διά της ΑΠΟΧΗΣ- στην κατεύθυνση της πλήρους ρήξης με τον αστισμό και τους θεσμούς του.