Ζούμε πλέον στον αστερισμό της προεδρολογίας. Ολόκληρη η πολιτική σκηνή ασχολείται με το ποιος θέλει και ποιος δεν θέλει τον Κωνσταντόπουλο, με το τι σκέφτεται και σχεδιάζει ο Καραμανλής, με το αν θα γίνουν ή όχι εκλογές και τα παρόμοια. Λες και δεν υπάρχουν προβλήματα, λες και δεν υπάρχει ακρίβεια, ανεργία, λιτότητα, καταστολή. Ακόμα και τα κοσμοϊστορικά γεγονότα που συμβαίνουν στο Ιράκ περνούν σε δεύτερη μοίρα μπροστά σε μια τηλεοπτική εμφάνιση του Κωνσταντόπουλου.
Δεν χρειάζεται να φτάσουμε στο συμπέρασμα ότι όλα τούτα είναι αποτέλεσμα μιας μεγάλης συνωμοσίας του αστικού πολιτικού κόσμου. Γι’ αυτούς αυτά είναι τα σημαντικά, αυτά συζητούν. Το πώς θα μοιράσουν την εξουσία, το πώς θα κατανείμουν ρόλους στους θεσμούς, το πώς θα διαμορφωθούν οι μεταξύ τους συσχετισμοί είναι τα μόνα που τους ενδιαφέρουν. Τα υπόλοιπα, τα ουσιαστικά, η οικονομική και κοινωνική πολιτική, αφήνονται στον αυτόματο πιλότο της «αγοράς» και μιας διαχειριστικής πολιτικής που ενδιαφέρεται για τη διατήρηση του κοινωνικού status quo.
Εχουν όλη την άνεση να διαχειρίζονται έτσι τα πράγματα, επειδή ουσιαστικά πολιτεύονται σε συνθήκες κοινωνικού κενού. Η τελευταία μεγάλη κοινωνική κίνηση ήταν η προσέλευση της πλειοψηφίας των εργαζόμενων στις κάλπες, από τις οποίες προέκυψε αλλαγή φρουράς στην κυβέρνηση. Από τότε, μόνο τα γήπεδα γέμισαν από κόσμο. Η εργαζόμενη κοινωνία και η νεολαία καθεύδουν. Και επειδή καθεύδουν, η αστική πολιτική έχει όλη την άνεση να ασχολείται με τα μικροπολιτικά και να αφήνει στον αυτόματο πιλότο της «αγοράς» τα σημαντικά και φλέγοντα.
Εχουν όλα τα δίκια όσοι σιχαίνονται αυτή την πολιτική και απέχουν από τις εκδηλώσεις της. Μόνο που και η αποχή είναι πολιτική στάση. Γιατί γίνεται σύμμαχος των κυρίαρχων, όσο κι αν δεν το θέλουν αυτοί που απέχουν. Ζητούμενο είναι μια πολιτική που θα αντιστρατεύεται τους κυρίαρχους. Ομως αυτή η πολιτική δεν πρόκειται να ξεπηδήσει αυτόματα. Δεν πρόκειται να την επεξεργαστούν κάποιοι και να τη φέρουν έτοιμη σε όλους τους υπόλοιπους, που στο μεταξύ μπορούν να ξερκουράζονται παρακολουθώντας fame story και ποδόσφαιρο.
Αυτή η πολιτική είναι υπόθεση όλων και του καθένα χωριστά. Ουδείς δικαιούται να ρίχνει τις ευθύνες σε κάποιους άλλους. Ουδείς δικαιούται να αναθέτει. Δεν υπάρχουν άλλοθι πια. Για κανέναν.
Μας ρωτούν συχνά: και τί να κάνουμε; Ας πάψει πια αυτό το ερώτημα. Το ζήτημα είναι ο καθένας να ξεκουνηθεί από τον «καναπέ» της παθητικότητας. Να κοιτάξει στα μάτια τον συνάδελφο, τον σύντροφο τον φίλο. Να κουβεντιάσει μαζί του, όχι για να περάσει η ώρα, ούτε απλά για να μοιραστούν αγωνίες και καημούς, αλλά για να αναζητήσουν τρόπους κοινής δράσης. Αν υπάρξει αυτή η διάθεση, αυτή η κίνηση, όλα θα αλλάξουν. Γιατί αυτή η διάθεση είναι που γεννά τα κινήματα.