Μέχρι και πριν ένα μήνα, η αγαπημένη φράση του Βενιζέλου ήταν «βάλαμε πάτο στο βαρέλι». Πλέον, έχει πεταχτεί κι αυτή στον ίδιο σκουπιδοτενεκέ με το «λεφτά υπάρχουν» του Παπανδρέου, το «εάν χρειαστεί να παρθούν άλλα μέτρα, εγώ θα παραιτηθώ» του Παπακωνσταντίνου και άλλα, ανάλογου ύφους, ιδεολογήματα που ανά διαστήματα διανθίζουν την κυβερνητική προπαγάνδα.
Τα εφιαλτικά μέτρα του Σεπτέμβρη και του Οκτώβρη, τα περισσότερα από τα οποία νομοθετούνται αυτές τις μέρες, μπορεί να απέσυραν από την κυκλοφορία τη φράση του Βενιζέλου, δεν έβαλαν όμως και πάτο στο βαρέλι. Το λένε οι ελεγκτές της τρόικας στην ανακοίνωση που εξέδωσαν πριν αναχωρήσουν από την Αθήνα: «Οσον αφορά τα έτη 2013-14 είναι πιθανόν να χρειαστούν πρόσθετα μέτρα προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι του προγράμματος. Τα μέτρα αυτά θα πρέπει να ληφθούν στο πλαίσιο επικαιροποίησης του μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής πριν από τα μέσα του 2012».
Οδηγούμαστε, λοιπόν, με όλο και μεγαλύτερη ταχύτητα σε μισθούς Βουλγαρίας, εργασιακές σχέσεις της προ Σικάγο εποχής και φορολογικό καθεστώς οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Επειδή, δε, η χώρα πλημμυρίζει από οργή, μαζί με εκείνους που παίρνουν τα μέτρα εμφανίζονται και εκείνοι που πουλάνε κοινωνικά καταπραϋντικά. Και δεν αναφερόμαστε μόνο στη ΝΔ, αλλά και στα κόμματα της κοινωνικής δημαγωγίας, ξεκινώντας από τον Περισσό και φτάνοντας σε ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Το ερώτημα δεν είναι αν μπορεί να μπει πάτος στο βαρέλι, αλλά σε ποιο σημείο θα μπει αυτός ο πάτος, ποιος και πότε θα τον βάλει και με ποιο τρόπο; Αν (λέμε τώρα) μπει πάτος εδώ που βρισκόμαστε σήμερα, θα πρέπει να είμαστε ευχαριστημένοι; Ποιος εργαζόμενος μπορεί να το πει αυτό, εκτός απ’ όσους αισθάνονται ηττημένοι από τη μέρα που κατάλαβαν τον εαυτό τους; Μήπως αν γίνουν εκλογές κι αλλάξουν οι κοινοβουλευτικοί συσχετισμοί θ’ αλλάξει και η πορεία του ελληνικού καπιταλισμού;
Πάτο στο βαρέλι μπορεί να βάλει μόνο ένα ανατρεπτικό κίνημα της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Ενα κίνημα που δεν θα βάλει στο στόχαστρό του τη μια ή την άλλη πτυχή μιας συνολικής αντιλαϊκής πολιτικής, αλλά που θα πλήξει τη βαρβαρότητα στα ίδια τα θεμέλιά της, τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής.
Ενα κίνημα που θα βάλει τέτοιους στόχους, ακόμα και στα πρώτα του βήματα, ακόμα και στους αμυντικούς αγώνες του σήμερα, θα βρεθεί αναγκαστικά σε σύγκρουση με το αστικό καθεστώς ως σύνολο. Γι’ αυτό και δεν μπορεί να στηρίζεται μόνο στον αυθορμητισμό του και τον ενθουσιασμό του. Πρέπει να οργανωθεί πολιτικά, για να ‘ναι αποτελεσματικό.