«Δεν μπορεί να σταματήσει η λειτουργία της δημοκρατίας». Αυτή είναι η απάντηση της κυβέρνησης, όταν εκπρόσωποι της αντιπολίτευσης την κατηγορούν ότι φέρνει αβέρτα νομοθετήματα στη Βουλή, σε έκτακτες συνθήκες.
Η κριτική της αντιπολίτευσης εστιάζεται κυρίως στην ίδια τη λειτουργία του κοινοβουλίου, η οποία διεξάγεται δι’ αντιπροσώπων. Υπάρχει ποσόστωση στη συμμετοχή των βουλευτών στις διαδικασίες των Επιτροπών και της Ολομέλειας. Ειδικά στην Ολομέλεια, η ψήφος τους είναι επιστολική και κατατίθεται μέσω των γραμματειών των κοινοβουλευτικών ομάδων.
Δηλαδή, όταν υπάρχει ονομαστική ψηφοφορία, οι γκαουλάιτερ των κοινοβουλευτικών κομμάτων γνωρίζουν εκ των προτέρων ποια είναι η πρόθεση ψήφου των βουλευτών τους. Και φυσικά, μπορούν να παρέμβουν για να την αλλάξουν. Στην πραγματικότητα δεν τηρείται ο τύπος της ονομαστικής ψηφοφορίας, που θέλει κάθε βουλευτή να τοποθετείται κατά συνείδηση (λέμε τώρα) σε κάθε τέτοια ψηφοφορία.
Στη «λειτουργία της δημοκρατίας», όμως, περιλαμβάνεται και η τοποθέτηση των πολιτών. Η οποία δε γίνεται μόνο μέσω της περιβόητης «διαβούλευσης», αλλά και μέσω της άσκησης του δικαιώματος του συνέρχεσθαι. Το αστικό Σύνταγμα αναγνωρίζει αυτό το δικαίωμα για λόγους υποτίθεται ουσιαστικούς, όχι τυπικούς. Κατά την κοινωνιολογική τους θεωρία, η συμμετοχή του λαού σε συγκεντρώσεις, απεργίες και άλλα τέτοια μέσα, αποτελεί αυθεντική έκφραση της βούλησής του, η οποία μπορεί να επηρεάσει τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες στη μια ή την άλλη κατεύθυνση.
Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα δεν είχαμε λαϊκές κινητοποιήσεις. Ακόμα κι αυτές που οργάνωναν σε επετειακά γεγονότα διάφορες πολιτικές δυνάμεις είχαν περισσότερο συμβολικό χαρακτήρα. Υπήρχε η παραδοχή ότι πρέπει να υπάρχει ο κατά το δυνατόν σεβασμός στην τήρηση των υγειονομικών κανόνων. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη το εξέλαβε αυτό σαν αδυναμία και αποφάσισε να εκμεταλλευτεί την πανδημία για να περάσει «αβρόχοις ποσίν» νομοθετήματα ή πρακτικές αποφάσεις που σε άλλες συνθήκες θα προκαλούσαν κοινωνικές αντιδράσεις.
Με έκπληξή της διαπίστωσε ότι η ανάγκη για αντίσταση ξεπέρασε την ανάγκη για τήρηση των υγειονομικών κανόνων. Σ’ αυτό συνέτεινε και το γεγονός ότι όλος ο κόσμος έχει συνειδητοποιήσει πλέον ότι το ψευτο-λοκντάουν αποτελεί μια εγκληματική πολιτική επιλογή, μόνο και μόνο για να μη θιχτούν τα κέρδη του μεγάλου κεφαλαίου. Μπορεί η διαχείριση της πανδημίας να μην κατέστη υπόθεση της ταξικής πάλης (όπως θα έπρεπε), όμως η κοροϊδία του ψευτο-λοκντάουν προσέθεσε έναν ακόμα παράγοντα οργής στη λαϊκή συνείδηση.
Και τότε άρχισαν ευθέως να στοχοποιούνται οι κινητοποιήσεις, ως… υπερμεταδότες του κοροναϊού. Την ίδια στιγμή που οι μεγάλοι υπερμεταδότες, οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις, εξακολουθούν να παραμένουν στο απυρόβλητο, λειτουργώντας κανονικά και με πλήρη ασυδοσία των καπιταλιστών.
Εμείς δε θα πούμε ποτέ ότι στις διαδηλώσεις «δεν κολλάει». Οταν, όμως, η κυβέρνηση εκμεταλλεύεται την πανδημία για να εξαπολύσει επίθεση σε κάθε είδους δικαιώματα, τότε -παρά τους κινδύνους- οι διαδηλώσεις είναι επιβεβλημένες. Γιατί ο λαός δεν έχει άλλο τρόπο ν’ αντιδράσει. Είναι άλλο πράγμα οι κομματικές εκδηλώσεις που καμιά φορά είναι τραβηγμένες απ’ τα μαλλιά, κι άλλο οι συγκεντρώσεις και πορείες που γίνονται για υπαρκτά ζητήματα που έχουν εγερθεί. Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς τη διαφορά. Φαίνεται, άλλωστε, και από τη συμμετοχή.
Δε θ’ απολογηθούμε στην κυβέρνηση Μητσοτάκη για τη συμμετοχή μας. Δε θα παραλείψουμε, όμως, να την καταγγείλουμε για τις επιθέσεις που εξαπέλυσε, προσπαθώντας να εκμεταλλευτεί την πανδημία. Αν ενδιαφερόταν για τον περιορισμό της διασποράς του ιού, πέρα από τα ουσιαστικά (εγκληματικό άνοιγμα των συνόρων στον τουρισμό, διαρκής και ασύδοτη λειτουργία των καπιταλιστικών επιχειρήσεων, έλλειψη ουσιαστικού τέστινγκ και ιχνηλάτησης, εγκατάλειψη του ΕΣΥ, μολονότι ήταν φανερό τι ερχόταν), θα απέφευγε να ανοίξει θέματα που ήξερε πολύ καλά ότι θα προκαλούσαν αντιδράσεις, συγκεντρώσεις και πορείες, καταλήψεις στα πανεπιστήμια κτλ. Και που δεν υπήρχε καμιά βιασύνη να τα ανοίξει.
- Ενα χρόνο είναι κλειστά τα πανεπιστήμια, όμως η κυβέρνηση πέρασε το νόμο Κεραμέως-Χρυσοχοΐδη, με κερασάκι στην αντιδραστική της τούρτα την ίδρυση πανεπιστημιακής αστυνομίας. Τώρα, αντιμετωπίζει το φοιτητικό κίνημα στους δρόμους, προτού ακόμα ανοίξουν τα πανεπιστήμια (μπορούμε να φανταστούμε τι θα γίνει όταν ανοίξουν και ειδικά όταν θ’ αρχίσουν να στήνουν αστυνομικά τμήματα στο εσωτερικό τους). Αν δεν ήθελε να βγάλει το φοιτητικό κίνημα στο δρόμο, θα άφηνε το συγκεκριμένο εκτρωματικό νομοθέτημα για μετά την ολοκλήρωση του κύκλου της πανδημίας.
- Αρπαξε (κυριολεκτικά) τον Δημήτρη Κουφοντίνα από την αγροτική φυλακή και αντί να τον μεταγάγει στον Κορυδαλλό, όπως προβλέπει ο φωτογραφικός νόμος που ψήφισε, τον μετήγαγε στον Δομοκό. Χειρίστηκε δε την υπόθεση με αυταρχισμό χούντας, εξωθώντας τον πολιτικό κρατούμενο σε απεργία πείνας. Κάθε πορεία συμπαράστασης που πήγαινε να γίνει, χτυπιόταν προκλητικά, προτού καν συγκροτηθεί. Εφτασε, όμως, η στιγμή που το κίνημα αλληλεγγύης μαζικοποιήθηκε. Και η προληπτική καταστολή δεν μπορούσε να το σταματήσει. Και ήρθαν να προστεθούν τα γεγονότα της πρυτανείας του ΑΠΘ και τα γεγονότα της Νέας Σμύρνης, που τροφοδότησαν ένα ευρύτερο κατασταλτικό κίνημα. Ολα τα κομμάτια του παζλ ενώθηκαν και αποδείχτηκε ότι υπάρχει μια ενιαία πολιτική, στην οποία εντάσσονται και η μεταχείριση του Δ. Κουφοντίνα και η καταστολή στα πανεπιστήμια και ο ξυλοδαρμός πολιτών εν μέση οδώ επειδή απλώς διαμαρτυρήθηκαν. Κι αυτά μπορούσε να τα αποφύγει η κυβέρνηση Μητσοτάκη, αν όντως ήθελε να μην υπάρξουν μαζικές διαδηλώσεις, όμως δεν το έκανε. Θέλει να επιβάλει το δόγμα «νόμος και τάξη».
Εχουμε, λοιπόν, ένα κράτος που εγκληματεί κατά των πολιτών του με τον τρόπο που διαχειρίζεται την πανδημία του κοροναϊού και μια δημοκρατία «του νόμου και της τάξης», που προσπαθεί να βάλει το λαό στο «γύψο». Δεν πρέπει να τους περάσει. Πρέπει να πάρουν τις απαντήσεις στο δρόμο. Κι αυτές οι απαντήσεις πρέπει να περιλάβουν και τα ζητήματα της πανδημίας. Επειδή θα περάσει καιρός μέχρι να κλείσει ο κύκλος του κοροναϊού, μόνο ένα παλλαϊκό κίνημα μπορεί να περιορίσει τις εκατόμβες των νεκρών.