Την περιμέναμε αυτήν την… καταιγίδα σπέκουλας, μετά την απόφαση του Τριμελούς Εφετείου κακουργημάτων για τους νεοναζιστές εγκληματίες της ΧΑ. Οι πρωταγωνιστές την είχαν προαναγγείλει, μάλιστα, με τις ΠΑ (προ απόφασης) δηλώσεις τους, στις οποίες δεν εμφανίζονταν απλά ως… γκεσέμια του αντιφασισμού, αλλά και προεξοφλούσαν την καταδίκη.
Σιγουράτζες, όπως πάντοτε, έσπευσαν να προεισπράξουν πολιτική αμοιβή, καθώς ήταν δεδομένο ότι η απόφαση δεν μπορούσε να είναι διαφορετική. Εμείς το προεξοφλούσαμε εδώ και καιρό στην αρθρογραφία μας, στηριζόμενοι στην πολιτική ανάλυση επί τη βάσει των δεδομένων της δίκης. Αυτοί θα είχαν και κάποια παραπάνω πληροφόρηση. Τι διάολο κόμματα εξουσίας είναι.
Αφού σπεκουλάρησαν «όλοι μαζί» με τον αντιφασισμό (που δεν αποτελεί ίδιόν τους), αφού έκρυψαν κάτω από το χαλί τις ευθύνες τους για την ενθάρρυνση και ανοχή στην εγκληματική δράση της συγκεκριμένης συμμορίας, μετά επέστρεψαν στο αγαπημένο τους σπορ των αλληλοκατηγοριών, με κέντρο τις αλλαγές του Ποινικού Κώδικα, που ευνοούν την ποινική αντιμετώπιση των νεοναζιστών.
Σπέκουλα έχουμε και στο στρατόπεδο του πραγματικού αντιφασισμού. Αναμενόμενη κι αυτή. Ακόμα και παντελώς απόντες από τα τεκταινόμενα στη δίκη όλα αυτά τα χρόνια, έδωσαν την «ύστατη μάχη». Μια αηδιαστική μικροκομματική εργαλειοποίηση του αντιφασισμού άπλωσε τη γλίτσα της πάνω σ’ ένα κίνημα που θα έπρεπε να σκέπτεται και να ενεργεί πολιτικά και κυρίως να βλέπει την προοπτική του.
Ο γνήσιος αντιφασισμός δεν έχει ανάγκη να «βλογάει τα γένια του». O αντιφασισμός που εργαλειοποιείται για μικροκομματικούς λόγους δεν είναι γνήσιος αντιφασισμός. Είναι απλά ένα εργαλείο με ημερομηνία λήξης, ένα μέσο αναπαραγωγής μιας γκρούπας, χωρίς κοινωνική χρησιμότητα.
Και βέβαια, γνήσιος αντιφασισμός είναι αυτός που αναπτύσσεται σε αντικαπιταλιστικό έδαφος. Οχι αυτός που αρχίζει και τελειώνει στο έδαφος της αστικής δημοκρατίας. Διότι ο φασισμός είναι εχθρός της αστικής δημοκρατίας, όχι όμως του καπιταλισμού, ο οποίος αποτελεί τη μήτρα που τον γεννά. Κι επειδή η αστική δημοκρατία δεν είναι παρά δικτατορία της κεφαλαιοκρατίας επί των εργαζόμενων τάξεων, όπως σοφά την όρισε ο Μαρξ, ουδέποτε η αστική δημοκρατία εξάλειψε το φασισμό, ούτε πρόκειται να τον εξαλείψει. Θα υπάρχει μεταξύ τους ένα παιχνίδι ισορροπιών, μια σχέση κόστους-οφέλους.
Οπως δε, έχει δείξει η Ιστορία, είναι η αστική δημοκρατία που παραδίδει -με ή χωρίς τη θέλησή της- τα σκήπτρα στο φασισμό, όταν οι εκπρόσωποι του μεγάλου κεφαλαίου κρίνουν ότι αυτή (η αστική δημοκρατία) είναι ανίκανη να διαχειριστεί το σύστημά τους.
Ας τα θυμόμαστε αυτά, για να περιχαρακώνουμε τον πολιτικό μας λόγο όπως πρέπει. Χωρίς βερμπαλισμούς και φαύλες αυτοϊκανοποιήσεις. Με την ικανοποίηση εκείνων που κάνουν το καθήκον τους κάθε στιγμή και που θα χαρακτηρίσουν ιστορική μόνο τη νίκη ενάντια στον καπιταλισμό.