Τέταρτη επιστράτευση, τέταρτη ήττα. Με κατεβασμένα χέρια και αυτή τη φορά. Πριν καν αποφασίσουν απεργία στις εξετάσεις οι καθηγητές, η κυβέρνηση τους επιστράτευσε, με τη σιγουριά ότι και αυτή τη φορά δε θα έχει πρόβλημα. Οπως και έγινε.
Περίσσεψαν, βέβαια, οι καταγγελίες της κυβερνητικής πολιτικής. Απεφάνθησαν και οι συνταγματολόγοι για το αντισυνταγματικό του πράγματος. Δεν αποφασίζουν, όμως, οι συνταγματολόγοι, αποφασίζει το ΣτΕ, το οποίο εν ριπή οφθαλμού έσπευσε να απορρίψει τη σχετική προσφυγή της ΟΛΜΕ.
Εκείνο που έχει σημασία σ’ αυτές τις περιπτώσεις δεν είναι η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, το πολιτικό κόστος για κάποιους και το πολιτικό όφελος για κάποιους άλλους. Μια απεργία δεν αποφασίζεται για να παρέμβει στις αστικές πολιτικές εξελίξεις και να επηρεάσει τους συσχετισμούς στο κοινοβουλευτικό στρατόπεδο. Μια απεργία αποφασίζεται επειδή υπάρχουν αιτήματα προς διεκδίκηση. Οταν, λοιπόν, η απεργία είτε αναγκάζεται να σταματήσει είτε δεν αρχίζει καν, το εργατικό στρατόπεδο έχει ηττηθεί και το αστικό στρατόπεδο έχει νικήσει (ανεξάρτητα από τις αλλαγές συσχετισμών που επήλθαν στο εσωτερικό του).
Οι εκπαιδευτικοί της δευτεροβάθμιας ηττήθηκαν πριν καν προλάβουν ν’ αγωνιστούν. Η συνδικαλιστική τους γραφειοκρατία ποτέ δεν πίστεψε σ’ αυτόν τον αγώνα και ουσιαστικά αισθάνθηκε ανακούφιση με την επιστράτευση, την οποία και επιζητούσε. Το χειρότερο, όμως, είναι πως αυτή τη φορά δεν ειπώθηκε λέξη για σπάσιμο της επιστράτευσης. Η πειθάρχηση θεωρήθηκε δεδομένη από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία.
Είναι άλλο πράγμα να λες ότι δεν μπορώ να σπάσω την επιστράτευση (και να εξηγείς τους λόγους), άλλο να λες ότι θα τη σπάσεις κοροϊδεύοντας τον κόσμο και άλλο να θεωρείς δεδομένο ότι δεν υπάρχει περίπτωση να σπάσει μια επιστράτευση. Κι αυτό το τελευταίο, που εκπέμφθηκε από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία της ΟΛΜΕ, είναι πολύ πιο επικίνδυνο από την αδυναμία των εκπαιδευτικών να σπάσουν την επιστράτευση. Γιατί μετατρέπει την αδυναμία σε αρετή, οικοδομεί θεωρία, αποθεώνει την αστική νομιμότητα, θέτει όρια στη διεξαγωγή της ταξικής πάλης, τα οποία το κίνημα δεν πρέπει σε κάθε περίπτωση να υπερβαίνει.
Το ερώτημα που τέθηκε ήδη με τις προηγούμενες επιστρατεύσεις παραμένει: θα σταματά το εργατικό κίνημα μπροστά σ’ αυτόν τον νομικό φραγμό ή θα αναζητήσει τρόπους για να τον σπάσει; Μέχρι στιγμής η απάντηση που δίνεται στην πράξη είναι το φρενάρισμα. Αν αυτό παγιωθεί, αν φτάσουμε και σε θεωρητικοποίησή του (όπως επιχειρείται τις τελευταίες μέρες), τότε θα έχουμε παγίωση της ηττοπάθειας και στρατηγική ενίσχυση του αστικού στρατόπεδου.