Ασχημα, πολύ άσχημα μπήκε το 2006 για τους εργαζόμενους. Η κυβέρνηση, διά στόματος πρωθυπουργού και αρμόδιων υπουργών, διακηρύσσει ότι θα συνεχίσει τις «μεταρρυθμίσεις». Δηλαδή, θα συνεχίσει την επίθεση κατεδάφισης των κατακτήσεων προηγούμενων δεκαετιών, με στόχο να διαμορφωθεί ένα θεσμικό περιβάλλον που θα επιτρέπει την αύξηση της εκμετάλλευσης σε επίπεδα που όλοι νομίζαμε ότι ανήκαν οριστικά στην αρμοδιότητα των ιστορικών.
Αποθρασυμμένοι από το γενικότερο πολιτικό και κοινωνικό κλίμα, οι βιομήχανοι προσήλθαν στις διαπραγματεύσεις για τη νέα Εθνική Συλλογική Σύμβαση με ένα πακέτο αξιώσεων, που περιλαμβάνει το πάγωμα των αυξήσεων σε τουλάχιστον τέσσερις νομούς της χώρας, τη μείωση στο μισό των ασφαλιστικών εισφορών σε περιοχές με υψηλή ανεργία και άλλα συναφή. Και η ΓΣΕΕ, αντί να σηκωθεί να φύγει, όχι μόνο έμεινε και συζήτησε, αλλά και νομιμοποίησε τις αξιώσεις των καπιταλιστών, προτείνοντας και συμφωνώντας να τα συζητήσουν όλοι μαζί, υπό την εποπτεία της κυβέρνησης, στην κακόφημη Εθνική Επιτροπή Απασχόλησης, τη σύγκληση της οποίας έσπευσε να ανακοινώσει ο αναμένων στο ακουστικό του «κόκκινος Πάνος» (βλέπε αναλυτικό ρεπορτάζ στη σελίδα 3).
Ετσι, μπήκαμε στη νέα χρονιά με νέες απειλές πάνω από τα κεφάλια μας. Απειλές για χειροτέρευση μιας κατάστασης που έτσι κι αλλιώς είναι η χειρότερη των τελευταίων χρόνων. Ο κόσμος της δουλειάς τα φέρνει όλο και πιο δύσκολα πέρα. Η ακρίβεια θερίζει και τα μεροκάματα χάνουν συνεχώς αγοραστική δύναμη, την ίδια στιγμή που τα καπιταλιστικά κέρδη εξακολουθούν να καλπάζουν. Το πετσόκομμα των κοινωνικών δαπανών αναγκάζει τον κόσμο να βάζει όλο και πιο συχνά το χέρι στην τσέπη για δαπάνες που πριν κάλυπτε το κράτος. Η φορομπηξία σημειώνει νέα άνοδο, την ίδια στιγμή που η φορολογία κερδών μειώνεται. Η ανεργία παραμένει στα ίδια ψηλά επίπεδα, ενώ το πραγματικό εύρος της κουκουλώνεται από την υποαπασχόληση και τις λεγόμενες ευέλικτες μορφές απασχόλησης.
Μετά και τη συνάντηση ΓΣΕΕ-καπιταλιστικών οργανώσεων της 10ης Γενάρη, έχει γίνει καθαρό ότι από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία δεν υπάρχει καμιά διάθεση υπεράσπισης στοιχειωδών δικαιωμάτων των εργαζόμενων. Εστω του μεροκάματου. Επικαλούμενη τους συσχετισμούς (και παραβλέποντας το γεγονός ότι η ίδια έχει συμβάλει καθοριστικά στη διαμόρφωσή τους), σηκώνει τα χέρια ψηλά και παραδίδεται, παραδίδοντας τα ιερά και τα όσια των εργαζόμενων στις ορέξεις του κεφάλαιου. Λειτουργώντας ως θεσμική δύναμη, παζαρεύει με την κυβέρνηση και τους καπιταλιστές το εύρος του ξεπουλήματος και εμφανίζει ως άλλοθι κάποιες ψόφιες κινητοποιήσεις (μερικά άνευρα συλλαλητήρια και δυο-τρεις εθιμοτυπικές 24ωρες απεργίες το χρόνο).
Αυτή είναι η κατάσταση και δεν πρόκειται ν’ αλλάξει. Οι πρωταγωνιστές δεν έχουν καμιά διάθεση να αποποιηθούν το ρόλο τους, όσο οι πραγματικοί πρωταγωνιστές της Ιστορίας απέχουν.