Η on camera δήλωση που έκανε σήμερα το μεσημέρι ο Πέτσας αποτελεί καθρέφτη της άθλιας υποκρισίας της κυβέρνησης Μητσοτάκη και αποκαλύπτει την εγκληματική αδιαφορία της για την ουσιαστική προστασία της δημόσιας υγείας.
Ο Πέτσας χρειάστηκε εξακόσιες λέξεις για να προαναγγείλει το άνοιγμα των σχολείων στις 11 του Γενάρη. Ολα τα υπόλοιπα, λόγια και αποφάσεις, χρησιμοποιήθηκαν ως χρυσόσκονη πάνω σ’ αυτόν τον στόχο. Από την αναφορά στο σποτάκι με τον Αντετοκούνμπο («παίζουμε άμυνα») μέχρι τη δήθεν «ένταση των προσπαθειών μας την κρίσιμη πρώτη εβδομάδα του 2021».
Τι συνιστά ένταση των προσπαθειών; Η έναρξη της απαγόρευσης της κυκλοφορίας στις 9 αντί για τις 10; Η απαγόρευση του click away και το κλείσιμο των κουρείων και των νυχάδικων;
Αυτά θα είχαν κάποια σημασία, αν το lockdown καταλάμβανε ήδη ή αν επεκτεινόταν έστω την τελευταία στιγμή στα μεγάλα εκκολαπτήρια και υπερμεταδότες του κοροναϊού. Τα εργοστάσια, τις βιοτεχνίες, τις αποθήκες, τα γραφεία, εκεί όπου υπάρχει υψηλή συγκέντρωση εργαζόμενων και αναγκαστικά μεγάλος συγχρωτισμός, συχνά χωρίς μέτρα προστασίας ή με τα μέτρα προστασίας να καθίστανται πρακτικά άχρηστα ή χαμηλότατης απόδοσης. Και βέβαια, τα μέσα μαζικής μεταφοράς, που τις ώρες αιχμής συγκεντρώνουν την πλειοψηφία των εργαζόμενων που πηγαίνουν για ή επιστρέφουν από τη δουλειά.
Ομως, οι επιχειρήσεις του μεγάλου κεφαλαίου είναι οι ιερές αγελάδες του καπιταλισμού. Αυτές δεν έκλεισαν σε καμιά φάση της πανδημίας κι ας λειτουργούσαν και εξακολουθούν να λειτουργούν ως εκκολαπτήρια και υπερμεταδότες του κοροναϊού, με τους εργαζόμενους να τον μεταφέρουν από το χώρο δουλειάς στα σπίτια, όπως οι ίδιοι οι κρατικοί λοιμωξιολόγοι αναγκάστηκαν κάποια στιγμή να παραδεχτούν: «Μία πιθανή εξήγηση του συνεχιζόμενου δεύτερου κύματος, είναι ότι λόγω της μεγάλης διασποράς στην κοινότητα υπάρχει ένα συνεχές, ας το πούμε, πινγκ-πονγκ μεταξύ των εργασιακών χώρων και της ενδοοικογενειακής διασποράς. Δηλαδή, εκεί που πάει να ηρεμήσει μία περιοχή, ξεσπά μία συρροή κρουσμάτων σε ένα εργασιακό περιβάλλον, σε μία κλειστή δομή, που λειτουργεί σαν μία πηγή υπερμετάδοσης και έχει σαν αποτέλεσμα την διασπορά μέσα στα σπίτια όλων αυτών των ανθρώπων, στις οικογένειές τους», Παπαευαγγέλου, 4 Δεκέμβρη.
Τον/την εργαζόμενο/η τον στέλνουν στη δουλειά, με τις συνθήκες που περιγράψαμε παραπάνω, αλλά του απαγορεύουν να βγαίνει από το σπίτι μετά τις 9 ή μετά τις 10 ή να πάει σ’ ένα μαγαζί να παραλάβει κάτι που παρήγγειλε. Και μάλιστα, του παρουσιάζουν ως ένταση των προσπαθειών την επαναφορά των μέτρων για τα μαγαζιά και την απαγόρευση κυκλοφορίας σε ένα οκταήμερο που έχει τρεις αργίες, σε μια εβδομάδα η οποία παραδοσιακά είναι η χειρότερη από άποψη τζίρου για τα μαγαζιά (οι όποιες αγορές έγιναν το τελευταίο δεκαήμερο-δεκαπενθήμερο της προηγούμενης χρονιάς).
Πρόκειται για σκέτη υποκρισία, αν αναλογιστούμε τι προηγήθηκε («σας δώσαμε τη δυνατότητα να κουρευτείτε, να κάνετε μανικιούρ και να ψωνίσετε, μπαγάσηδες») και κυρίως τι έπεται: το άνοιγμα των σχολείων. Οχι επειδή τους έπιασε ο πόνος για τα παιδιά που μένουν μακριά από το φυσικό τους περιβάλλον, όπως ισχυρίζονται, αλλά για να μη δίνονται άδειες ειδικού σκοπού στους γονείς των μικρότερων παιδιών.
Είναι μύθος ότι τα παιδιά δεν μεταδίδουν. Δεν νοσούν μεν, αλλά μεταδίδουν όπως οι μεγάλοι, έλεγε ο Μόσιαλος προχθές στην κρατική τηλεόραση. Ο Μόσιαλος, ο «υπεράνω υποψίας», ο διεθνής εκπρόσωπος της κυβέρνησης Μητσοτάκη για θέματα κοροναϊού. Αφήνοντας το τι συνέβη στο παρελθόν, όταν η διασπορά του ιού στη χώρα μας ήταν πολύ μικρή, και επικεντρωνόμενοι στο τώρα, με την τεράστια διασπορά του ιού στην κοινότητα, ιδιαίτερα στις εργατογειτονιές, βλέπουμε ότι μετά τους χώρους εργασίας ετοιμάζονται να βάλουν σε κάθε σπίτι μια ακόμα εστία υπερμετάδοσης: τα σχολεία των παιδιών. Για να μη μιλήσουμε για τους κινδύνους που θα αντιμετωπίσουν οι εκπαιδευτικοί, που στην πλειοψηφία τους είναι ώριμης ηλικίας (διότι εδώ και χρόνια δε γίνονται μαζικοί διορισμοί, ενώ αυξήθηκαν και τα ηλικιακά όρια συνταξιοδότησης).
Οι αποφάσεις παίρνονται από την κυβέρνηση Μητσοτάκη με κριτήριο την εξασφάλιση της κερδοφορίας των καπιταλιστών και την ελάχιστη δυνατή επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού. Οι εργάτες τροφοδοτούν αυτόν τον προϋπολογισμό με τη βαριά φορολογία, όμως δεν πρέπει να πάρουν τίποτα πίσω, ακόμα και όταν αντιμετωπίζουν έναν τεράστιο κίνδυνο, όπως είναι η πανδημία.
Και μην μας πει κανείς για τα επιδημιολογικά στοιχεία. Ποια στοιχεία; Αυτά που μαγειρεύονται για να υπηρετήσουν την κυβερνητική πολιτική; Αυτά που δεν μπορεί να τα δει και να τα ελέγξει κανένας μη «ενσωματωμένος» επιστήμονας; Δεν είναι πως έχουν διπλά ή τριπλά «βιβλία», είναι πως δεν έχουν καθόλου «βιβλία», όπως αποδείχτηκε με την αμαρτωλή ιστορία του περιβόητου Μητρώου Ασθενών.
Δεν πρόκειται για lockdown ακορντεόν, που ανοίγει και κλείνει ανάλογα με τις απαιτήσεις της επιδημιολογικής κατάστασης. Πρόκειται για ένα φάλτσο ακορντεόν που χρησιμοποιείται περισσότερο ως εργαλείο προπαγάνδας της κυβέρνησης Μητσοτάκη και λιγότερο ως μέσο αποφασιστικής παρέμβασης για τη συγκράτηση της διασποράς του κοροναϊού.
Δεν παίρνουν «όσα μέτρα απαιτούνται για την ανάσχεση της πανδημίας», όπως είπε ο Πέτσας. Προσπαθούν να μας πετάξουν στάχτη στα μάτια, όπως έκαναν το καλοκαίρι όταν άνοιγαν τα σύνορα στον τουρισμό, όπως έκαναν στις αρχές του φθινόπωρου όταν αρνούνταν να προχωρήσουν σε lockdown και διαβεβαίωναν ότι όλα είναι ζήτημα «ατομικής ευθύνης», όπως έκαναν στην αρχή του χειμώνα όταν αναγκάστηκαν να προχωρήσουν στο «μισο»-lockdown, που άφησε άθικτα τα βασικά εκκολαπτήρια, τους μεγάλους υπερμεταδότες, τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις.
«Στόχος είναι να φτάσουμε, με ασφάλεια, στις 11 Ιανουαρίου, στη βέλτιστη δυνατή επιδημιολογική κατάσταση. Και έτσι, από 11 Ιανουαρίου, να ξαναχτυπήσει το κουδούνι σε όλα τα σχολεία της χώρας», είπε ο Πέτσας. Δηλαδή, μέσα σε μια βδομάδα, επειδή θα σταματήσει το click away, θα κλείσουν τα νυχάδικα και θ’ απαγορευτεί η κυκλοφορία από τις 9 αντί για τις 10, θα γίνει αυτό που δεν έγινε τους δυο προηγούμενους μήνες;
Το προηγούμενο σημείωμα αυτής της στήλης είχε τίτλο: Την προσοχή μας στην εξελισσόμενη πανδημία. Επαναλαμβάνουμε όσα γράψαμε:
Να το θέσουμε ωμά: αν αντί για 100 νεκρούς την ημέρα έχουμε 50, θα είμαστε ευχαριστημένοι; Οι κυρίαρχοι θα είναι ευχαριστημένοι, εμείς όμως όχι. Γιατί δικοί μας άνθρωποι θα είναι αυτοί οι 50 νεκροί, όχι δικοί τους. Πατεράδες και μανάδες μας, άνθρωποι με μόνιμα προβλήματα υγείας, ανοσοκατασταλμένοι, κάπου-κάπου και κάποιοι υγιέστατοι.
Γι’ αυτό και η προσοχή μας πρέπει να παραμείνει σταθερά στραμμένη στην εξέλιξη της πανδημίας και στη διαχείρισή της από το κράτος. Να επιβληθεί lockdown στις καπιταλιστικές επιχειρήσεις (με εξαίρεση την παραγωγή και διανομή ειδών πρώτης ανάγκης και την κοινή ωφέλεια). Γιατί εκεί είναι τα μεγάλα εκκολαπτήρια της νόσου, εκεί δημιουργούνται οι εστίες υπερμετάδοσης. Γιατί η λειτουργία των καπιταλιστικών επιχειρήσεων έχει ως επακόλουθο και το μεγάλο συνωστισμό στα μέσα μαζικής μεταφοράς, όπου αναπτύσσονται οι άλλες μεγάλες εστίες υπερμετάδοσης. Να μην ανοίξει σε καμιά περίπτωση ο εξωτερικός τουρισμός, γιατί θα έχουμε μία από τα ίδια.
Να ενισχυθεί το σύστημα υγείας. Ενίσχυση σημαίνει πρώτα απ’ όλα προσλήψεις γιατρών και νοσηλευτών, που είναι οι αποφασιστικοί κρίκοι του συστήματος, με συνοπτικές διαδικασίες. Αλλά και εξοπλισμό των νοσοκομείων και κυρίως των ΜΕΘ. Ενίσχυση σημαίνει επίσης προμήθεια όλων των αναγκαίων φαρμάκων που μπορεί να σώσουν ζωές. Οχι να βλέπουμε θεραπεία υπέργηρων δεσποτάδων και την ίδια στιγμή εκατόμβες νεκρών σε μικρότερες ηλικίες, επειδή τα μονοκλωνικά αντισώματα κοστίζουν 1.000 δολάρια η δόση και είναι μόνο για προύχοντες.
Κοντολογίς, πρέπει να αντιπαλέψουμε την κυβερνητική στρατηγική που συνίσταται στην ανάπτυξη της ανοσίας της αγέλης σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού, ώστε αυτή να προστεθεί στην ανοσία που με αργό ρυθμό θα χτίσει ο εμβολιασμός. Δημιουργία ανοσίας της αγέλης σημαίνει συνεχείς εκατόμβες νεκρών, με άπλωμά τους στο χρόνο. Ε, αυτό δεν πρέπει να το αφήσουμε να γίνει.