Απεγνωσμένο αγώνα δίνουν χιλιάδες εργαζόμενοι στο δημόσιο, με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, ενάντια στο πέταγμά τους σε διαθεσιμότητα και από εκεί στην ανεργία (μετά από ένα χρόνο). Ξεσαλωμένος ο ΔΗΜΑΡίτης υπουργός Μανιτάκης βγάζει τη μια εγκύκλιο μετά την άλλη και απειλεί ένα ευρύτερο σύνολο εργαζόμενων ότι θα εφαρμόσει τη ναζιστική αρχή της συλλογικής ευθύνης διώχνοντάς τους όλους.
Κι όμως, αυτή η σημαντική μάχη ελάχιστα απασχολεί τα εξωνημένα ΜΜΕ. Σ’ αυτά παίζεται το έργο «Ο πρωθυπουργός μάχεται για να πάρουμε τη δόση». Προφανώς, το σύστημα δεν ανησυχεί από τον αγώνα των εργαζόμενων. Θεωρεί πως σύντομα θα επέλθει η κόπωση και βοηθούντων των δημάρχων, που παριστάνουν τους προστάτες των εργαζόμενων, θα ησυχάσουν τα πράγματα, με τους 2.000 ν’ αποδέχονται τη «μοίρα» τους και να κάνουν παρακλήσεις μπας και βρεθεί καμιά θέση να ξανατοποθετηθούν μετά από κάποιους μήνες.
Αυτές είναι οι σκέψεις που κάνουν στα επιτελεία. Και οι εργαζόμενοι θα έπρεπε ήδη να τις έχουν υπόψη τους και να σχεδιάζουν τα επόμενα βήματά τους. Ποιος περιμένουν να τα σχεδιάσει; Η ξεφωνημένη ΑΔΕΔΥ ή η ακόμα πιο ξεφωνημένη ΠΟΕ-ΟΤΑ που έχει δημιουργήσει παράδοση στα ξεπουλήματα της τελευταίας στιγμής;
Το μεγάλο κενό ταξικής οργάνωσης χάσκει και πάλι. Ακόμα και στο πιο στοιχειώδες επίπεδο, αυτό του συνδικαλισμού. Με τις «μνημονιακές» κυβερνήσεις πρέπει οι εργαζόμενοι να ξεχάσουν αυτά που ήξεραν. Παθητικές μορφές αγώνα, ακόμα και όταν έχουν τη μορφή της κατάληψης μιας δημόσιας υπηρεσίας, δεν αρκούν. Τα μέσα πάλης πρέπει να αναβαθμιστούν, να σκληρύνουν, το κράτος πρέπει να πονέσει, το επίπεδο της σύγκρουσης πρέπει ν’ ανέβει, ταξικές και κοινωνικές συμμαχίες πρέπει να χτιστούν μέσα στη φωτιά του αγώνα.
Τα παραπάνω έχουν τη σημασία τους για έναν αγώνα που βρίσκεται σε εξέλιξη, έχουν όμως μια γενικότερη σημασία. Αφορούν όλους τους αμυντικούς αγώνες που διεξάγονται και πάνω απ’ όλα αφορούν το μέλλον της εργατικής τάξης. Η εργατική τάξη είναι αναγκασμένη ν’ αγωνίζεται υπό τους δυσμενείς συσχετισμούς που δημιουργεί η κρίση και η έκρηξη της ανεργίας. Πάνω απ’ όλα, όμως, είναι αναγκασμένη να δώσει αγώνες με διαλυμένο το δικό της στρατόπεδο. Με μια συνδικαλιστική γραφειοκρατία που δρα εκτονωτικά και πάντα υπονομευτικά και με ένα κομμάτι αυτής της γραφειοκρατίας ν’ αποσκοπεί μόνο στην αποκόμιση πολιτικής υπεραξίας για τα κόμματα που εκπροσωπεί.
Γι’ αυτό και έχει σημασία, μαζί με την ανάπτυξη των αγώνων, ν’ αρχίσουν εκείνες οι διεργασίες που θα τείνουν στη ταξική οργάνωση της εργατικής τάξης σε όλα τα επίπεδα και πρωτίστως στο πολιτικό επίπεδο.