Η απόρριψη του επιδόματος θέρμανσης, από άποψη ουσίας αλλά και με τον τρόπο που μεθοδεύτηκε από τον Καραμανλή, είναι το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο για την πολιτική της κυβέρνησης και το πώς αυτή αντιλαμβάνεται τους κοινωνικούς και πολιτικούς συσχετισμούς. Αφού πρώτα φρόντισε να καλλιεργήσει προσδοκίες στα πιο φτωχά στρώματα του πληθυσμού, που ζουν με τον τρόμο του επερχόμενου χειμώνα, βγήκε στη συνέχεια και τους έκοψε τη φόρα, μ’ έναν θεαματικό τσαμπουκαλίδικο τρόπο, που περιλάμβανε ακόμα και το «άδειασμα» του πρώτου τη τάξει υπουργού της κυβέρνησης.
Ηταν μια κίνηση περισσότερο με πολιτικό και λιγότερο με οικονομικό περιεχόμενο. Η κυβέρνηση μπορούσε να βρει μια φόρμουλα να μοιράσει μερικά ψίχουλα στα πιο φτωχά κοινωνικά στρώματα. Μερικά ψίχουλα που η ίδια θα καθόριζε το μέγεθός τους και τα οποία θα αποτελούσαν ένα ελάχιστο τμήμα από τα έξτρα έσοδα που συσσωρεύει ο κρατικός προϋπολογισμός χάρη στην κερδοσκοπία με τις τιμές των καυσίμων. Μια κίνηση που θα μπορούσε να την εκμεταλλευτεί προπαγανδιστικά ο ίδιος ο Καραμανλής, χωρίς να του κοστίσει τίποτα ιδιαίτερο στην ακολουθούμενη σκληρή δημοσιονομική πολιτική.
Δεν το έκανε, γιατί επέλεξε να στείλει ένα μήνυμα σκληρότητας και αποφασιστικότητας. Μια κυβέρνηση και ένας πρωθυπουργός που δεν διστάζει να δυσαρεστήσει ακόμα και το στενό κομματικό ακροατήριο, που περίμενε σαν μάννα εξ ουρανού το βοήθημα θέρμανσης, για να βγει με το κεφάλι ψηλά και ν’ αντιμετωπίσει τους Πασόκους στους χώρους δουλειάς και στους καφενέδες, που δεν διστάζει να κόψει ένα φιλανθρωπικού τύπου βοήθημα από πένητες γέροντες, δεν θα διστάσει να συγκρουστεί με οποιονδήποτε αμφισβητήσει όλες τις άλλες επιλογές της και να τσακίσει με τη βία κάθε μορφή αντίστασης.
Ενα μήνυμα τρόμου θέλησε να στείλει ο Καραμανλής στην εργαζόμενη κοινωνία. Τα κεφάλια μέσα, γιατί θα σας τα κόψω. Με εκλέξατε για μια τετραετία, εγώ θα παίρνω τις αποφάσεις και σε ουδένα επιτρέπω να τις αμφισβητήσει και πολύ περισσότερο να δοκιμάσει να τις ακυρώσει.
Ενα μήνυμα που πολλοί θα συμφωνήσουν ότι δεν πρέπει να βρει αποδέκτη, ότι πρέπει να του το τρίψουμε στη μούρη. Πώς όμως; Εδώ είναι το θέμα. Αρκεί να πάνε πιο πολλοί από άλλες φορές στις επετειακές πορείες της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας; Αρκεί να αναθέσουμε στον Πολυζωγόπουλο και την παρέα του να μας εκπροσωπήσουν, μια που τελευταία φαίνεται να «παίρνουν μπροστά» και να τα «χώνουν» κάθε που στήνεται μπροστά τους κάμερα και δημοσιογραφικό κασετόφωνο; ‘Η μήπως πρέπει να πάμε με τους «άλλους», τους πιο «θορυβώδεις», που κάνουν τις δικές τους χωριστές πορείες;
Αν πάμε μ’ αυτά τα μυαλά, κούνια που μας κούναγε. Αν ακόμα και μετά τόσες εμπειρίες εξακολουθούμε να αναθέτουμε σε κάποιους «φωτισμένους καθοδηγητές» να μας εκπροσωπούν, δεν θα ‘χουμε καμιά δικαιολογία να λέμε μετά πως «πάλι μας πούλησαν». Οσο εμείς απέχουμε από τη σκηνή, όσο μετατρεπόμαστε σε ψηφοφόρους, χειροκροτητές και βαδιστές σε άνευρες πορείες, τόσο αυτοί θα μας πουλάνε. Εκείνο που πρέπει να πούμε σήμερα, περισσότερο από χθες, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, είναι το «εργολαβίες τέλος». Να πάρουμε τις υποθέσεις μας στα δικά μας χέρια.