Αυτό που συμβαίνει με τον Δημήτρη Κουφοντίνα δεν έχει προηγούμενο στη μεταπολιτευτική ιστορία του ελληνικού καπιταλιστικού σχηματισμού. Μια κυβέρνηση συμπεριφέρεται σαν συμμορία που λύνει διαφορές της «φαμίλιας». Από τις στήλες της εφημερίδας μας παρουσιάζονται καθημερινά οι παραληρηματικές δηλώσεις της Νικολάου, που ξεχειλίζουν από μίσος, ενάντια σε έναν κρατούμενο ο οποίος εκτίει μια ποινή και ο τρόπος έκτισης της ποινής του θα έπρεπε να είναι ο μοναδικός γνώμονας αξιολόγησής του από το κράτος. Οχι σύμφωνα με τις δικές μας αντιλήψεις περί δικαίου, αλλά σύμφωνα με το κρατούν δίκαιο.
Ουδέποτε ο Δ. Κουφοντίνας είχε ευμενή μεταχείριση από τις αστικές κυβερνήσεις. Ούτε θα μπορούσε να έχει, δεδομένου αυτού που συμβολίζει. Δεν το έπαιξε «Κινέζος», δεν υπέβαλε δήλωση μετάνοιας, αλλά εμφανίστηκε κάποια στιγμή μόνος του στις αρχές και είπε: «Αναλαμβάνω την πολιτική ευθύνη για τη δράση της 17Ν, δικάστε με». Στα δικαστήρια υπερασπίστηκε τη δράση της οργάνωσής του (γι’ αυτό εμφανίστηκε, άλλωστε), έδωσε συνεντεύξεις, έγραψε βιβλία, έκανε κριτικές αποτιμήσεις της ιστορικής διαδρομής της 17Ν, όμως δήλωση μετάνοιας στον καπιταλισμό και το κράτος του δεν υπέβαλε.
Κέρδισε ευρεία συμπάθεια μέσα στον ελληνικό λαό, επόμενο ήταν να «μπει στο μάτι» των ανθρώπων και των πολιτικών μορφωμάτων του συστήματος. Ολες οι προηγούμενες κυβερνήσεις, μολονότι παραβίαζαν συστηματικά τα δικαιώματα του Κουφοντίνα, προσπαθούσαν να τηρήσουν κάποια προσχήματα νομιμότητας. Ζητούσε άδεια; Εβαζε βέτο ο εισαγγελέας, η υπόθεση μετά πήγαινε στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, το οποίο του έκοβε την άδεια. Κάποια στιγμή επί ΣΥΡΙΖΑ η υπόθεση έφτασε μέχρι τον Αρειο Πάγο, ο οποίος ακύρωσε την απόφαση του Συμβούλιου Πλημμελειοδικών Βόλου. Η υπόθεση ξαναπήγε στο Συμβούλιο, αυτό πήγε να κόψει την άδεια με πρόσχημα μια εκκρεμή υπόθεση την οποία είχε κυριολεκτικά κατασκευάσει η επί ΣΥΡΙΖΑ εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, στο μεταξύ είχε αλλάξει ο ποινικός κώδικας και η εκκρεμής υπόθεση δεν αποτελούσε κώλυμα, οπότε επέστρεψαν στην… καθιερωμένη επιχειρηματολογία: δεν υποβάλλει δήλωση μετάνοιας, δεν παίρνει άδεια.
Ολα αυτά τα χρόνια δεν είναι ο Κουφοντίνας που ακολουθεί το νόμο, είναι ο νόμος που ακολουθεί τον Κουφοντίνα και μόλις αυτός ασκήσει ένα δικαίωμα, αλλάζει (ο νόμος) ώστε να μην μπορεί να το ασκήσει. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη το τερμάτισε, φτιάχνοντας ένα νόμο που η δική της προπαγάνδα ονόμασε «νόμο Κουφοντίνα». Νομοθέτησαν μόνο και μόνο για να διώξουν τον Κουφοντίνα από τις αγροτικές φυλακές. Δεν αρκέστηκαν, όμως, μόνο σ’ αυτό, ούτε μόνο στην απροκάλυπτη ρητορική μίσους. Παραβίασαν τον ίδιο τους το νόμο και αντί να μεταγάγουν τον Κουφοντίνα στον Κορυδαλλό, τον μετήγαγαν στον Δομοκό. Κι όταν ερωτώνται «γιατί δεν τηρείτε τον νόμο σας;», απαντούν διά στόματος Νικολάου: γιατί έτσι γουστάρουμε. Αυτή είναι σε ελεύθερη απόδοση η ουσία των όσων δηλώνει η περιβόητη πλέον γενική γραμματέας Αντεγκληματικής Πολιτικής (πολιτικά ανύπαρκτη μέχρι το 2019).
Εδώ υπάρχει ένα τεράστιο ζήτημα. Πολιτικό πρωτίστως (η ωμή παραβίαση των δικαιωμάτων ενός πολίτη είναι πολιτικό ζήτημα), αλλά πλέον και ανθρωπιστικό, καθώς ο Δ. Κουφοντίνας ξεκίνησε απεργία πείνας (σήμερα διανύει την 23η μέρα), αφού δεν έχει κανένα άλλο μέσο να αντιπαλέψει την κρατική αδικία. Δεν είναι τυχαίο ότι, παρά την οργανωμένη σιωπή των αστικών ΜΜΕ (πλην ελάχιστων εξαιρέσεων), το αίτημα του Κουφοντίνα να μεταχθεί στον Κορυδαλλό, όπως προβλέπει ο νόμος, έχει συγκεντρώσει ευρύτατη υποστήριξη. Είναι η ξέχειλη και απροκάλυπτη εκδικητικότητα της κυβέρνησης και η αποκρουστική ρητορική μίσους στελεχών της που κάνει πρόσωπα και φορείς να φωνάξουν «φτάνει πια, ξεπεράσατε κάθε όριο».
Αυτή είναι μια πρώτη ανάγνωση, που αναφέρεται στην «υπόθεση Κουφοντίνα» καθεαυτή. Στην υπόθεση ενός κρατούμενου που δεν απαιτεί από κανέναν να συμφωνήσει με τις απόψεις του και την πολιτική του διαδρομή, απαιτεί όμως να γίνουν σεβαστά τα δικαιώματά του ως κρατούμενου πολίτη.
Υπάρχει, όμως, και μια δεύτερη ανάγνωση, κάθε άλλο παρά ήσσονος σημασίας. Οσο μίσος και να τρέφει η φαμίλια Μητσοτάκη για τον Κουφοντίνα, δεν μπορεί να εξηγήσει τη συμπεριφορά των εντεταλμένων οργάνων της. Αν η «υπόθεση Κουφοντίνα» εξεταστεί στο πλαίσιο του δόγματος «νόμος και τάξη», ως μία παράμετρός του, τότε θα συμφωνήσουμε όλοι ότι αποκτά ευρύτερη διάσταση. Δεν αφορά μόνο τον Κουφοντίνα ως κρατούμενο-πολίτη, δεν αφορά μόνο τα δικαιώματα των κρατούμενων όπως είναι θεσπισμένα στο αστικό δίκαιο, αλλά αφορά γενικότερα τα πολιτικά δικαιώματα. Αφορά τη σχέση πολιτικών δικαιωμάτων – κρατικής καταστολής, η οποία δεν αφορά μόνο όσους υφίστανται στο πετσί τους την πιο σκληρή κατασταλτική συμπεριφορά, αλλά αφορά το ίδιο το κοινωνικό κίνημα, τις διεκδικήσεις και τους αγώνες του.
Να γιατί ο Κουφοντίνας πρέπει να νικήσει. Οχι μόνο για να μπει ένας φραγμός στη φόρα που έχουν πάρει οι εφαρμοστές του καθεστώτος εξαίρεσης σε βάρος του, αλλά και για να κερδηθεί μια νίκη ενάντια στο δόγμα «νόμος και τάξη».