Η μεγαλύτερη ύβρις (με την αρχαιοελληνική έννοια του όρου) των τελευταίων ημερών είναι η φράση «ημέρες εθνικού πένθους», που βρίσκεται στην άκρη των χειλιών των πολιτικάντηδων όλων των αποχρώσεων και την εκστομίζουν πριν αρχίσουν τον καθιερωμένο σκυλοκαυγά για το ποιος φταίει, ποιος είναι συνεπής κ.τ.λ.
Ακολουθεί άλλη μια ύβρις, που σερβίρεται ομορφοφτιαγμένη από τα ΜΜΕ, με γαρνιτούρα τις απόψεις κάποιων καλοταϊσμένων ειδικών: «Φταίμε όλοι».
Οχι, ρε αλήτες. Ούτε όλοι φταίμε, ούτε μέρες εθνικού πένθους διάγουμε. Δεν έχουμε εμείς τη διαχείριση του κράτους. Εμείς μόνο πληρώνουμε φόρους. Και εσείς τους ροκανίζετε, τους μετατρέπετε σε «αναπτυξιακά» και άλλα «κίνητρα», αφήνοντας γυμνό και απροστάτευτο οτιδήποτε έχει κοινωνική σημασία. Εμείς θρηνούμε, γιατί θα υποφέρουμε, ενώ εσείς τρίβετε τα χέρια σας από ικανοποίηση για τα νέα λαμπρά επιχειρηματικά πεδία που ανοίγονται μπροστά σας.
Δεν συμψηφίζεται ο πόνος στον ανύπαρκτο εθνικό κοινό παρονομαστή. Δεν συμψηφίζονται οι ευθύνες θυτών και θυμάτων.
Πρέπει να είναι εντελώς αναίσθητος ένας άνθρωπος της δουλειάς για να μην αισθάνεται -πέραν των άλλων- βαθύτατα προσβεβλημένος τούτες τις μέρες. Πληγωμένος από την καταστροφή μερικών από τους μεγαλύτερους φυσικούς πνεύμονες (κυρίως της ανεκτίμητης αξίας για τους κατοίκους του αττικού λεκανοπέδιου Πάρνηθας) και προσβεβλημένος λόγω του ότι τον αντιμετωπίζουν σαν Χαχόλο.
Μετά τα κουτσουρεμένα μεροκάματα, τις πετσοκομμένες κοινωνικές δαπάνες, τα νέα φορολογικά χαράτσια, την εξαθλίωση της κοινωνικής ασφάλισης, τις ελαστικές εργασιακές σχέσεις, τη βία πάνω στη φοιτητική νεολαία, το χορό των σκανδάλων και το διαρκές μεγάλο φαγοπότι της πλουτοκρατίας, μετά το διαρκές διατροφικό σκάνδαλο και την ασυδοσία των «βρομιάρηδων» καπιταλιστών, έρχεται μια ακόμα τεράστια καταστροφή δασών, για να κάνει ακόμα πιο ασφυκτικό το περιβάλλον, φυσικό και κοινωνικό.
Τα αίτια και τους αίτιους όλοι τα γνωρίζουμε. Ελάχιστοι αφελείς χάβουν τα παραμύθια που σερβίρει η εξουσία. Ολοι έχουμε μάτια και βλέπουμε, όλοι έχουμε μνήμη. Κανένας μας δεν είναι ανυποψίαστος. Γι’ αυτό και όλοι αισθανόμαστε πληγωμένοι και προσβεβλημένοι. Τι να τα κάνεις, όμως, αυτά τα υγιή συναισθήματα ανιδιοτελών ανθρώπων; Οι άνθρωποι των επιχειρήσεων, οι άνθρωποι της εξουσίας, δεμένοι σαν το νύχι με το κρέας μεταξύ τους, κρυφογελούν με τα δικά μας συναισθήματα, όσο παραμένουν τέτοια. Οσο παραμένουν συναισθήματα και δεν μετατρέπονται σε υλική δύναμη. Κι από κοντά οι κάθε είδους επαγγελματίες (της οικολογίας, του εθελοντισμού κ.λπ.) έρχονται να λειτουργήσουν ως αποσβεστήρας κοινωνικών κραδασμών, ζεύοντας πολλούς σε νέους ζυγούς. Μόνο αν τα συναισθήματα γίνουν αγωνιστικές γροθιές, μπορούμε να ελπίζουμε στο μέλλον. Αλλιώς… θα πνιγούμε!