Αγαπητά μου παιδιά
Σαρανταοχτώ μέρες μας έφεραν στην πεντηκοστή, με τις δύο χαμένες να έχουν ενθυλακωθεί από τις δυνάμεις του καισαροπαπισμού που επί δυο αιώνες κυβερνάει το χαριτόβρυτο και απολύτως διασκεδαστικό νεοελληνικό μόρφωμα. Τιμώντας το τριήμερο του αγίου οινοπνεύματος κι έχοντας επιλέξει μεταξύ του τεχνηέντως δημιουργούμενου διλήμματος «παραλία ή κάλπη» να πάρω τα βουνά, έδεσα στο πόδι του περιστεριού αυτό το γράμμα. Περιέχει τις απαντήσεις που έχουν δοθεί εδώ και πάμπολλα χρόνια, προσαρμοσμένες στις απαιτήσεις των καιρών.
Την μερίδα του λέοντος παίρνει δικαιωματικά η κόκκινη Πρόζα, διότι είναι η μόνη που τρέχει σαν παλαβή προς κάτι που δεν θέλει! Φωνάζοντας «απειθαρχία κι ανυπακοή» και μετά από επίπονο αγώνα συλλογής ψήφων, χύνεται στην μεγάλη ευρωπαϊκή αγκαλιά:
με το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε.
«Ποτάμι για λιγόστεψε, ποτάμι γύρνα πίσω
για να περάσω αντίπερα στων Βρυξελών τα στέκια
που ‘χουν οι κλέφτες σύνοδο κι όλοι οι καπεταναίοι».
Ομως τον Κίτσο πιάσανε και παν’ να τον κρεμάσουν
χίλιοι τον πάνε από μπροστά και δυο χιλιάδες πίσω
κι ολοξωπίσω πάγαινε η δόλια του μανούλα.
«Κίτσο μου πού ‘ναι τ’ άρματα, πού ‘ναι τα ψηφαλάκια
πού ‘ν’ η Τυποεκδοτική η φλωροκαπνισμένη;»
«Μάνα λωλή, μάνα τρελή, μάνα ξεμυαλισμένη
μάνα δεν κλαις τα νιάτα μου, δεν κλαις τη λεβεντιά μου
μόν’ κλαις εσύ για τα φλωριά, κλαις για τα ψηφαλάκια».
Την ίδια ώρα, ρευόμενος καθώς βγαίνει από την ταβέρνα ο Κωνσταντής, κοιτάζει τον ουρανό και διαβάζει τα σημάδια των κακών του των καιρών. Χωρίς να μιλά (δεν το ξανακάνει πια μετά από ταβέρνα) πάει και κρύβεται συλλογισμένος…
γιατί περνάει η κλεφτουριά με πρώτη τη Μαριέττα
με τα μπαϊράκια τα χρυσά, τις ασημοπιστόλες
κινάν’ και πάν’ στην εκκλησιά για να προσευχηθούνε
με εντολή του Κωνσταντή πάνε να φέρουν φράγκα
να τρών’ οι καπιταλιστές μπας και αλλάξουν γνώμη…
Λίγο πιο αριστερά –όπως κοιτάζουμε από κάτω– ο εκ γενετής γερασμένος εγγονός του γέρου, τσαμπουκαλεύεται σφόδρα πλην ευγενικά και με μέτρο. Και βοηθούντων των μεταφραστών του, λέει:
Κι αν «τα δικά τους τα παιδιά» πιάσανε τα ντερβένια
ο Γιώργος είναι δυνατός, πασάδες δεν ψηφάει.
«Παρακαλέστε το λαό μην πάει στις παραλίες
για να σταλεί το μήνυμα, να πάρω το σπαθί μου
να πάρω σβάρνα τα βουνά, τους λόγγους και τον κάμπο
να φέρω δόξα στην ποδιά και τα φλουριά στον κόρφο».
Ακόμα πιο αριστερά –αν δεν μας προλάβει καμιά συγχώνευση– η πολύχρωμη πανίδα των συμμετεχόντων στην κοινοπραξία της ευρωλαγνείας, ταλανίζεται από τα επί μέρους προβλήματα που συνιστούν το όλον, το μεγάλο πρόβλημα:
το ‘να τηράει κατά δω, τ’ άλλο την Κουμουνδούρου
το τρίτο το μακρύτερο μοιρολογάει και λέει:
«Σύντροφε, τι να γίνηκε η έδρα μας η μαύρη
ουδέ στο Βάλτο φάνηκε ουδέ στην Κρύα Βρύση».
Το πλάνο συμπληρώνεται από την ομάδα έψιλον των εκλεκτών, το περιούσιο και με περιουσίες ασκέρι των νομάδων της κυανομέλανης δεξιάς, που με υψωμένη την αριστερή γροθιά (δεν είναι σκηνοθετικό λάθος, απλά η δεξιά απολήγει καθ’ έξιν περί το υπογάστριο), ψάλλει:
Θέλετε δέντρα ανθίσετε, θέλετε μαραθείτε
γαλάζιο ‘γω δεν γίνομαι στο χέρι δεκανίκι
μόν’ καρτερώ την άνοιξη, τ’ όμορφο καλοκαίρι
να βγω ψηλά στων Βρυξελών πάνω τις μαύρες ράχες
να δείξω την παλικαριά, τον μαύρο τσαμπουκά μου.
Κι έμειναν όλοι να καρτερούν την επόμενη μέρα, όμως όλο νύχτες ξημέρωνε…
Bar «Οζω»