Αγαπητά μου παιδιά
Την ώρα που δημοτικοί άρχοντες κι αρχοντικοί δήμοι μαλλιοτραβιούνται για τον «Καποδίστρια ΙΙ» (κάτι πάει να πει η «Βαβυλωνία» σε σχετικό άρθρο), εμείς εμβαθύνουμε στα της δημοτικής παράδοσής μας. Πρόκειται για τον στυλοβάτη του Εθνους αλλά και του κόσμου του επενδυτή, για τη ραχοκοκκαλιά που όπως στις ρέγκες –άτινες εσχάτως χάθηκαν γιατί μαζεύτηκαν κάπου και μας κλαίνε– δεν αποσπάται εύκολα. Κι όπως τα δημοτικά τέλη αποτελούν ζωτικά έσοδα για κάποιους, έτσι και τα δημοτικά τραγούδια αποτελούν ψυχικά έσοδα για τον βασανισμένο λαό που ξέχασε τον Ωρωπό χάριν της Αράχωβας (το χειμώνα) και τα Ιουλιανά χάριν των αυγουστιάτικων μπάνιων του λαού (το καλοκαίρι).
Σήμερα σας έχω την ανυπέρβλητη ιστορία της Μιζογέννητης. Που αιώνες αργότερα έδωσε τροφή στον Μολιέρο για να γράψει τον Μιζάνθρωπο κατά παραγγελία του Λουΐ κατόρζ –14ου αδαείς– εκείνου που έλεγε «το κράτος είμαι εγώ». Από το μοναδικό αυτό πόνημα παραθέτουμε ένα –αδιάφορο για τους ψηφοφόρους– απόσπασμα:
Ο Κωνσταντής ο δάμαλος, ο Αλέξης ο φιδίσιος
και τ’ άπειρο μικρό «παιντί» ο άκαπνος Γιωργάκης
αντάμα τρων και πίνουνε και γλυκοκουβεντιάζουν
με την Αλέκα που η μισή καρδιά της είν’ δω πέρα
κι η άλλη μισή στην Τιεν αν Μεν θαυμάζει το Πεκίνο.
Και ‘κεί που τρώγαν’ κι έπιναν και που χαροκοπούσαν
πουλάκι πήγε κι έκατσε ζερβά πάνω στην τάβλα.
Δεν κελαηδούσε σαν πουλί, δεν έκρωζε σαν Funny
μόνο λαλούσε κι έλεγε ανθρώπινες κουβέντες:
«Εσείς τρώτε και πίνετε και λιανοτραγουδάτε
και πίσω σας κουρσεύουνε Σαρακηνοί κουρσάροι.
Παίρνουνε ΣεΜπο και ΟΤΕ, ΕλΤα και όλα τ’ άλλα
και του μικρού βλαχόπουλου την αρραβωνιασμένη.
Για σύρε συ ρε δάμαλε στη βίγλα να βιγλίσεις
αν είναι δέκα-είκοσι, όρμα και φάε μόνος
μα αν είναι περισσότεροι φέρε το μερτικό μας».
Πάει λοιπόν ο δάμαλος, καλός και διαλεγμένος
βλέπει άγγλους, γάλλους, γερμανούς, ρώσους κι άλλους κουρσάρους
οι κάμποι πρασινίζανε, τα πλάγια κοκκινίζαν’
άρχισε να τους διαμετράει, διαμετρημό δεν είχαν.
Να πάει πίσω ντρέπεται, να πάει μπρος φοβάται
και ανεβαίνει στ’ άλογο που ‘παιρνε μπρος με μίζα.
Στο έμπα μπήκε σαν αϊτός, στο ξέβγα σαν πετρίτης
στο έμπα χίλιους μάζεψε, στο ξέβγα δυο χιλιάδες
να φαν’ παιδιά, δισέγγονα, να φάνε και οι κότες.
Μόν’ πίσω κει στους αλλουνούς δεν δίνει ούτε γρόσι
και στο δρομί που πήγαινε, φωνή βγάζει περίσσια:
«Πού ‘στε αδέρφια μου εσείς, Αλέξη, ΓΑΠ κι Αλέκα;
Αν είστε μπρος μου φύγετε και πίσω μου κρυφτείτε
τα ‘φαγαν οι Σαρακηνοί, τα πήραν οι κουρσάροι
μα το σπαθί μου ράγισε κόβοντας τα κεφάλια
μετά απ’ των εγχώριων, των ξένων νταβατζήδων».
«Κατέβαινε τα τάλιρα κι ακούμπα μας τα γρόσια»
ούλοι του λέν’ με μια φωνή, «μη γίνει της πουτ@ν@ς»
μα ο Κωνσταντής αγέρωχος τους λέει «δεν έχει μία
και αν στοιχεία έχετε, πάτε σ’ εισαγγελέα
μα ‘γω έχω τον καλύτερο και θα σας… σανιδώσει».
Ξαναγυρνάει ο Κωνσταντής στην τάβλα τη μεγάλη
και αποσώνει το φαΐ τρώγοντας έξι γίδια
και δώδεκα κοτόπουλα που ξέμειναν απ’ τ’ς άλλους.
Κι απέ βαθιά ρεβάμενος –ο Βάρναλης ως λέει–
γυρνά και κραίνει στο πουλί που είχε πάθει πλάκα:
«Να πας να πεις σ’ όλη τη γη, να κράξεις στην Ευρώπη
εδώ πως δε νοικιάζουμε, δω μοναχά πουλάμε
και όποιος έχει τον παρά καλώς και να ορίσει
με δόσεις ή μισοτιμής, κοψοχρονιά ή κούτρα.
Φέρε και συ επενδυτές να ‘χεις το κατιτίς σου,
άιντε σου είπα, πήγαινε, μη χάσκεις σαν το χάσκι.
Χάνω σαν χάνος, όμως πια θα τα πουλήσω ούλα
θα ‘χω αράδες τα χρυσά, σεντούκια τα τσαπράζια
θα ‘μαι ο καταλληλότερος, θ’ ανοίγω την ψαλίδα
γεια και χαρά σου Βενετιά, ισόβια στο Μαξίμου»…
Μίζα απλή – μιζανπλί