Αγαπητά μου παιδιά
Σας γράφω από τα βουνά της Ηπείρου, όπου η άνοιξη της Πάργας είναι πια γεγονός. Πλησιάζουμε στον Μάη του ‘08 με την αφασία στην εξουσία και τα δορυφορικά πιάτα να στολίζουν τις καλύβες σε Γκαμήλα, Τζουμέρκα, Μιτσικέλι, Τραπεζίτσα και Ταμπούρι. Οι σπόροι καναβουριάς που έπεσαν από ελληνοαλβανικά μουλάρια θέριεψαν μετά τις τελευταίες βροχές κι οι πλάγιες πλαγιές έχουν πρασινίσει σαν τα ύφαλα του Sea Diamond πριν μαυρίσουν. Μέσα σ’ αυτό το σκηνικό, βγάζω την προικώα φλογέρα από το 4Χ4 και παιανίζω ένα δημώδες άσθμα, μαύρο κι άραχλο του Αράχθου. Πρόκειται για το «μοιρολόι του χοντρού ξάδερφου»:
– Ωιμέ! να μαύρη πασχαλιά, αλί! να μαύρο Πάσχα
πέμπτη φορά απανωτά, τι συμφορά με βρήκε!
– Μέριασε Γκόλφω να διαβώ στο φτωχικό δυάρι
που πήρες αντιπαροχή σαν έδωσες τη στρούγκα
και πες μου τι μοιρολογάς, τι έπαθες καημένη;
– Κίτσο, λεβέντη μ’, παίδαρε και εραστή του λόγγου
κάτσε να ξομολογηθώ τον πόνο μου σε σένα
γίνε εσύ ο γενικός να ‘μαι συμβασιούχα
να πέφτω στην αγκάλη σου και να ζητάω τ’ άστρα
γιατί ‘ναι πέμπτη πασχαλιά με τον χοντρό καβάλα
και τούτο δεν αντέχεται, ετούτο δε βαστιέται.
Ηρθε πριν τ’ς ολυμπιακούς, κείνο τον μαύρο Μάρτη
πιάσαμε πέμπτη πασχαλιά, ξεκούμπισμα δεν έχει
μον’ τρώει, μοιράζει γύρω του και τσιμουδιά δε βγάνει.
– Γκόλφω μ’, δεν ξέρω τι μου λες ούτ’ ο χοντρός ποιος είναι
κι αν ήρθε στα σαρανταέξ’ τώρα είν’ πενηνταένα
μα είν’ πολλές οι πασχαλιές, πέντε είναι μια μούντζα.
– Στα μούτρα μας, που έκατσε και σηκωμό δεν έχει
παιδί ‘χα στο δημοτικό και τώρα λύκειο πάει
και τούτος είν’ ακόμα εδώ, θερίζει, αλωνίζει
παίρνει το βιος μας, το σκορπά, το δίνει στους λελέδες
που όσο τους λείπει σε πουλί με τζιπ το συμπληρώνουν.
– Τι ‘ν’ τούτα τα σεξιστικά, παλάβωσες κοπέλα μ’;
συ που ‘σουνα αναρχικιά και διάβαζες και… Τσόμσκι
που είχες μέσα στο ταγάρ’ πάντα δυο-τρεις μολότοφ
κι έκαιγες τις βουνοπλαγιές (τον κάμπο που εξουσιάζουν)
για να ‘ναι όλα ίσωμα, τίποτα μην εξέχει.
– Δεν ξέρω Κίτσο τι μου λες, γω ένα ξέρω μόνο
τούτος είν’ επικίνδυνος, θα τα διαλύσει όλα
και μαύρο φίδι θα μας φάει αν συνεχίσει έτσι.
Φταίει και ο ιδεασμός που μου ‘ρθε τέτοιες μέρες:
Μεθαύριο είν’ του πουλιού σαρανταένα χρόνια
μα το πουλί την έκανε, πήραμε μιαν ανάσα
και να ξανά απ’ την αρχή, με το πουλί στα χέρια.
– Γκόλφω με καταμπέρδεψες, μου τα ‘πες μαζεμένα
και δεν σε παρακολουθώ. Πού θες να καταλήξεις;
– Τι σημασία έχει εγώ τι θέλω και τι κάνω;
Θα καταλήξουμε σαφώς όλοι μαζί στην ψάθα
προς τα εκεί μας σαλαγούν, προς τα εκεί μας σπρώχνουν
μας παίρνουν και τα σώβρακα, ξηλώνεται το σύμπαν
κι εμείς καταγινόμαστε με Θέμο και με Μάκη,
με δίπολα, με τρίπολα, διαόλια και τριβόλια
ψιλοχαβαλεδιάζουμε καθώς κουτρουβαλάμε.
– Το ‘ξερα Γκόλφω, το ‘ξερα πως θα γενείς δικιά μας
πως θε’ να ‘ρθεις στον ΣυΡιζΑ, μαζί με τα κοπάδια
που ροβολάνε το βουνό κι έρχονται στα μαντριά μας!
Ακου το ποδοβολητό, μιλιούνια κατεβαίνουν
διαρρέουν απ’ τ’ όλον ΠαΣοΚ, από παντού την κάνουν
ήρθ’ η σειρά μας Γκόλφω μου. Και σε καλωσορίζω.
– Αει μάζεψε τα σάλια σου μην πάρω την τσουγκράνα
και τ’ άχυρο χερόβολο μην κάνω απ’ το μυαλό σου
που θα ‘ρθω γω στον ΣυΡιζΑ, στου Τσίπρα τα σακάκια
και να μιλάω για κουκιά και να μαζεύω βρούβες.
Η Γκόλφω είμαι με τ’ όνομα και γκολφ εγώ δεν παίζω
στης Ευρωλάνδης τα γκαζόν και στης βουλής τ’ς αρένες
κι αφού με παρεξήγησες και με μετράς δικιά σου
σε προσγειώνω στο υπαρκτό κι όχι στ’ ονειρεμένο:
Γω ψάχνω αρνί ελληνικό, όχι ελληνοποιημένο
να κάνω Πάσχα στις πλαγιές, να ‘χω χοληστερίνη
όπως κι ο τρισκατάρατος, να φτάσω δύο τόνους
για να ζητάω να χαθεί, να φύγει, να ‘ρθει άλλος
και να περνάει ο καιρός και από δω παν’ κι άλλοι…
πέμπτη φορά απανωτά, τι συμφορά με βρήκε!
– Μέριασε Γκόλφω να διαβώ στο φτωχικό δυάρι
που πήρες αντιπαροχή σαν έδωσες τη στρούγκα
και πες μου τι μοιρολογάς, τι έπαθες καημένη;
– Κίτσο, λεβέντη μ’, παίδαρε και εραστή του λόγγου
κάτσε να ξομολογηθώ τον πόνο μου σε σένα
γίνε εσύ ο γενικός να ‘μαι συμβασιούχα
να πέφτω στην αγκάλη σου και να ζητάω τ’ άστρα
γιατί ‘ναι πέμπτη πασχαλιά με τον χοντρό καβάλα
και τούτο δεν αντέχεται, ετούτο δε βαστιέται.
Ηρθε πριν τ’ς ολυμπιακούς, κείνο τον μαύρο Μάρτη
πιάσαμε πέμπτη πασχαλιά, ξεκούμπισμα δεν έχει
μον’ τρώει, μοιράζει γύρω του και τσιμουδιά δε βγάνει.
– Γκόλφω μ’, δεν ξέρω τι μου λες ούτ’ ο χοντρός ποιος είναι
κι αν ήρθε στα σαρανταέξ’ τώρα είν’ πενηνταένα
μα είν’ πολλές οι πασχαλιές, πέντε είναι μια μούντζα.
– Στα μούτρα μας, που έκατσε και σηκωμό δεν έχει
παιδί ‘χα στο δημοτικό και τώρα λύκειο πάει
και τούτος είν’ ακόμα εδώ, θερίζει, αλωνίζει
παίρνει το βιος μας, το σκορπά, το δίνει στους λελέδες
που όσο τους λείπει σε πουλί με τζιπ το συμπληρώνουν.
– Τι ‘ν’ τούτα τα σεξιστικά, παλάβωσες κοπέλα μ’;
συ που ‘σουνα αναρχικιά και διάβαζες και… Τσόμσκι
που είχες μέσα στο ταγάρ’ πάντα δυο-τρεις μολότοφ
κι έκαιγες τις βουνοπλαγιές (τον κάμπο που εξουσιάζουν)
για να ‘ναι όλα ίσωμα, τίποτα μην εξέχει.
– Δεν ξέρω Κίτσο τι μου λες, γω ένα ξέρω μόνο
τούτος είν’ επικίνδυνος, θα τα διαλύσει όλα
και μαύρο φίδι θα μας φάει αν συνεχίσει έτσι.
Φταίει και ο ιδεασμός που μου ‘ρθε τέτοιες μέρες:
Μεθαύριο είν’ του πουλιού σαρανταένα χρόνια
μα το πουλί την έκανε, πήραμε μιαν ανάσα
και να ξανά απ’ την αρχή, με το πουλί στα χέρια.
– Γκόλφω με καταμπέρδεψες, μου τα ‘πες μαζεμένα
και δεν σε παρακολουθώ. Πού θες να καταλήξεις;
– Τι σημασία έχει εγώ τι θέλω και τι κάνω;
Θα καταλήξουμε σαφώς όλοι μαζί στην ψάθα
προς τα εκεί μας σαλαγούν, προς τα εκεί μας σπρώχνουν
μας παίρνουν και τα σώβρακα, ξηλώνεται το σύμπαν
κι εμείς καταγινόμαστε με Θέμο και με Μάκη,
με δίπολα, με τρίπολα, διαόλια και τριβόλια
ψιλοχαβαλεδιάζουμε καθώς κουτρουβαλάμε.
– Το ‘ξερα Γκόλφω, το ‘ξερα πως θα γενείς δικιά μας
πως θε’ να ‘ρθεις στον ΣυΡιζΑ, μαζί με τα κοπάδια
που ροβολάνε το βουνό κι έρχονται στα μαντριά μας!
Ακου το ποδοβολητό, μιλιούνια κατεβαίνουν
διαρρέουν απ’ τ’ όλον ΠαΣοΚ, από παντού την κάνουν
ήρθ’ η σειρά μας Γκόλφω μου. Και σε καλωσορίζω.
– Αει μάζεψε τα σάλια σου μην πάρω την τσουγκράνα
και τ’ άχυρο χερόβολο μην κάνω απ’ το μυαλό σου
που θα ‘ρθω γω στον ΣυΡιζΑ, στου Τσίπρα τα σακάκια
και να μιλάω για κουκιά και να μαζεύω βρούβες.
Η Γκόλφω είμαι με τ’ όνομα και γκολφ εγώ δεν παίζω
στης Ευρωλάνδης τα γκαζόν και στης βουλής τ’ς αρένες
κι αφού με παρεξήγησες και με μετράς δικιά σου
σε προσγειώνω στο υπαρκτό κι όχι στ’ ονειρεμένο:
Γω ψάχνω αρνί ελληνικό, όχι ελληνοποιημένο
να κάνω Πάσχα στις πλαγιές, να ‘χω χοληστερίνη
όπως κι ο τρισκατάρατος, να φτάσω δύο τόνους
για να ζητάω να χαθεί, να φύγει, να ‘ρθει άλλος
και να περνάει ο καιρός και από δω παν’ κι άλλοι…
Ντόπερ-μαν (RC Βαρών)