Αγαπητά μου παιδιά
Τις νύχτες ξύνω με τον νυχοκόπτη μου άλλοτε τα τείχη της Βαστίλλης κι άλλοτε τον μαντρότοιχο των χειμερινών ανακτόρων (θα πάρει καιρό μάλλον αυτή η διαδικασία). Επειδή το τι ξύνω τις μέρες εμπίπτει στις διατάξεις του νόμου περί ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων των αναίσθητων, δεν θα σας το πω. Θα σας πω όμως κάτι άλλο, γιατί κάτι πρέπει να λέμε κι εμείς ώστε να αποδεικνύεται η ύπαρξή μας, στριμωγμένοι καθώς είμαστε ανάμεσα σε όλους που διαρκώς μιλάνε κι όλοι τούς υπολήπτονται. Θα σας πω ένα ανεδαφικό εδάφιο από την «Πολιτεία Γάμα τα» (συνέχεια της «Πολιτείας Βλήτα»), έτσι όπως περιέχεται στην ανθολογία δημοτικής ποίησης της δημοτικής αστυνομίας, που διδάσκεται στη δημοτική εκπαίδευση. Δημιουργός της ο δήμιος-δημοσιογράφος Δήμος Δημητσάνας, ο οποίος αφού βασανίστηκε επί μήνες στα γκισέ της πολλαπλώς λεληστευμένης Mykonos Bank (υποκατάστημα Κολωνακίου), εξορίστηκε στο υποκατάστημα Σεπολίων της Sleeping Bank όπου και υπέκυψε στα ψυχολογικά τραύματά του κι έγινε καθεστώς (παστός αστός καθιστός).
από Χαλάνδρι Πέραμα κι από Μενίδι Βούλα
ψέλνοντας τον εξάψαλμο και ρίχνοντας καντήλια
κατά πως στην περίπτωση αρμόζει κι άλλο τόσο.
Μπαίνει στον περιαστικό, σε τρόλεϊ ανεβαίνει
σε λεωφορεία, τραμ, μετρό, άμαξες και καρότσια
ολημερίς κι ολονυχτίς σκίζει τα ιμάτιά της
χτυπιέται κι ολοφύρεται, την κόμη της μαδάει
κι από σαράντα κύματα περνάει τον κόσμο όλο
μεσαίο χώρο, αφεντικά, μα και προσκυνημένους.
«Πότε θα ‘ρθει μια άνοιξη, θα ‘ρθει ένα καλοκαίρι
να βγούμε κλέφτες στα βουνά κι αρματολοί στις ράχες;
Τι περιμένετε μωρέ; Να σας τα πάρουν όλα;
Να μείνετε ξεβράκωτοι με την τσαπού στο χέρι
και στ’ άλλο τα χρεόγραφα, πριν την αυτοκτονία;»
Τέτοια φωνάζει η τρελή κι ο κόσμος κάνει χάζι
«της έστριψε» μονολογεί και τρέχει στις δουλειές του
οπού δεν είν’ δουλειές αυτές, μα χαβαλές και ζόρι
για να κυλάει η ζωή μέσα σε ψευδαισθήσεις
να υπάρχει η εντύπωση πως κάτι τι συμβαίνει
μην τύχει και μείνει κανείς μόνος με τον εαυτό του.
«Ανάθεμά σε Κωνσταντή και μυριανάθεμά σε
μαύρο φίδι που τρέφαμε για να ‘ρθει να μας φάει
που κάλλιο να ταΐζαμε δυο μεραρχίες βόδια
θα έβγαινε και πιο φτηνά, εκτός όλων των άλλων.
Γιε μου σπλάχνο των σπλάχνων μου, συκώτι μου πρησμένο
καρκίνωμα καθολικό, χολέρα και πανούκλα
που σ’ έτρεφα η καψερή με χίλιες δυο στερήσεις
γιε μου, πώς μου τη φόρεσες; Πώς έγινες γουρούνι;
Που ανέβαινες στο λιακωτό και δίχως να χορταίνεις
ρούφαγες με τα μάτια σου τράπεζες και ταμεία.
Αχ, έπρεπε η άμοιρη να το ‘χα καταλάβει
να σε δηλητηρίαζα, να σ’ έπνιγα στην κούνια
να σ’ έδινα στο εμπόριο βρεφών όσο ‘χα χρόνο
που τράνεψες και θέριεψες και δεν σε κάνω ζάφτι».
Χτυπιότανε και έσκιζε τα ρούχα η δόλια μάνα
η Ελλάδα του Νικηταρά, του Μπάιρον, των Γλίξμπουργκ
των Μαρξ και Σπένσερ και του Mall, της Mallακίας κόρη
δισέγγονο της λευτεριάς και της δουλείας τέκνο
που τώρα έγινε τεκνό και μ’ όποιον βρει πλαγιάζει.
«Μέρα Μαρτιού μου μίσεψες, μέρα Μαρτιού σε χάνω
μέρα Μαρτιού φορτώθηκες στο σβέρκο μας απάνω
ωιμέ βρε κακορίζικε, που ρήμαξες τα πάντα
και επιμένεις να τα καις όλα, να τα ξηλώνεις
να μην αφήσεις τίποτα. Να σε θυμούνται όλοι
σαν τον τυφώνα “Suzy Q”, σαν τις ορδές του Αττίλα»,
φώναζε και χτυπιότανε η Γκόλφω η καημένη.
Μα τι τα θες και τι ζητάς, στ’ αρχεία τους γραμμένη
την είχαν όλοι ανάμεσα σε δυο τηλεθεάσεις
κι έφευγαν για τριήμερα, επέστρεφαν για μήνες
χρωστούσαν μαλλιοκέφαλα, αλλά εκεί, ορκισμένοι
στην πρέσα και στην πίεση, άγρυπνα κοιμισμένοι
τίποτε δεν τους άγγιζε, κανείς δεν τους πτοούσε
κι άμα τους ρώταγες ξανά στον Κωνσταντή θα τρέχαν!
Δεν πα’ να ξεσκιζότανε η Γκόλφω μες στους δρόμους
στ’ αρχεία τους όλα αυτοί. Κι αν τους πολυζορίσεις
σου βάζουν δέκα κάμερες, φωνάζουν και τους μπάτσους
-γιατί απαιτούν ασφάλεια, καλοί νοικοκυραίοι-
κι άιντε από δω, κωλόπαιδο, δε ντρέπεσαι λιγάκι…
Α.Δ.Ε.Δ.Υ.
(Ανώνυμοι Δανειολήπτες –
Ενωση Δουλικώς Υποταγμένων)