Αγαπητά μου παιδιά
Αλλο δυσώδες κι άλλο δημώδες, σκέφτομαι καθώς εξασκώ το δικαίωμα της απεργίας, το οποίο είναι ιερό όταν δεν ασκείται, παράνομο-καταχρηστικό όταν ασκείται και… ανήθικο και καταπιεστικό προς το κοινωνικό σύνολο όταν ασκείται σωστά. Με την ποιμενική φλογέρα μου ανά χείρας, αγναντεύω τα λεύτερα βουνά της πρώην μακεδονικής δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας, όπως θα βόλευε πολλούς να ονομαστεί ή έστω να λέγεται απλά πρώην (όπως λέμε ο πρώην μου). Αλλωστε και το μπέικον θα μπορούσαμε να το λέμε πρώην γουρούνι και κάποια στιγμή θα τα πούμε κι αυτά, για ν’ αποδοθούν τα του Καίσαρα τω κε σερα, σερά γουάτ έβερ γουίλ μπι, γουίλ μπι.
Ομως, ας τραγουδήσουμε καλύτερα εις την ελληνικήν. Ελάτε όλοι δίπλα στη θράκα και:
Πάνω στης Πίνδος τα βουνά, κάτω στην Ελασσόνα
στις κόχες του Ταΰγετου, στις τάπιες της Ροδόπης
στου Ψηλορείτη τις σπηλιές, στου Μπράλου τα ρουμάνια
στου Αχελώου την εκτροπή, στις Πάρνηθας τις στάχτες
(εισαγωγή… Μικρούτσικου θα κάνω, έχει κι άλλο
μια ώρα κι είκοσι λεπτά, πώς κάνει στα τραγούδια)
στις Ιου τις ξερολιθιές, στα «χόρτα» του Ενιππέα
στου Λάδωνα τις καλαμιές, στης Λέσβος τους κολπίσκους,
στα Τρίκαλα στα δυο στενά, στης Γυάρου τα «μνημεία»
το λεν’ πουλιά στα σύδεντρα, βατράχια μες στους βάλτους
το κράζει η μέρα στη νυχτιά κι ο ήλιος στο φεγγάρι
το μολογάνε οι ρεματιές κι ακούν τα κορφοβούνια
αντιλαλεί το μυστικό και στους αιθέρες φτάνει:
Τέτοιο βαρέλι άπατο, τέτοιο κωλοχανείο
ποιος είδε, ποιος αντάμωσε μέσα σ’ αυτή τη ζήση;
Πού ξανακούστηκε λαός να θέλει αλυσίδες
να κάθεται να του περνάν’ τη μια μετά την άλλη
μάτια να έχει μοναχά για της tv τ’ς οθόνες
και τίποτα να μη γροικά έξω απ’ τον καναπέ του;
Κι ένας αητός περήφανος στ’ αφτιά, φτεροκοπάει
και κρώζει μισοούρανα να τον ακούσουν όλοι:
«Ξυπνάτε νιες, ξυπνάτε νιοι, τα σώβρακα μας παίρνουν
κοιτάχτε που ‘τοιμάζονται για να μας τη φορέσουν
κεφάλι μη σηκώσουμε γι’ άλλα σαράντα χρόνια.
Ταχιά ξυπνάτε, τρέξτε ρε, ούτε καφέ μην πιείτε
πάρτε τα όρη, τα βουνά, πιάστε τα μετερίζια
γιατί ετούτη η άνοιξη δεν έχει καλοκαίρι.
Δεν τα τηράτε τα πουλιά δίχως λαλιά που κρώζουν;
Δε βλέπετε τα σύννεφα, τ’ αγέρι δεν τ’ ακούτε;
Αντε να ξεκινήσουμε πριχού μας αποκάμουν
να πιάσουμε συντρόφια μου ούλα τα καραούλια
να βγούνε μπρος οι δυνατοί, να σπρώξουνε τους άλλους
μη και αλλάξει ο άνεμος, μπας και γυρίσει πρίμα».
Μήνα πολύ κοιμόμαστε, μήνα κωλοβαράμε;
Μηδέ χαθήκαν ούλα πια, ουδέ δεν έχει μέλλον.
Δεν βλέπεις γύρω τις φωτιές; Τις σπίθες δε λογιάζεις;
Στου αίματος το πύρωμα, ντουβάρι συ θα στέκεις;
Τι καρτεράς ρε σύντροφε, τι με κοιτάς σα χάνος;
Δε σ’ έχει πρόβατο η ζωή, γι’ άνθρωπο σε λογιάζει
και σε μετράει με κεραυνούς, με θέρμη σε μετράει
αν σ’ είχε για διακόσμηση θα σ’ έβαζε σε γυάλα.
Μόνος σου όλα τα ‘φτιαξες, μόνος σου τα γκρεμίζεις
μόνος σου ξύπνα, το λοιπόν, κι αρχίνα να κινιέσαι.
Πάρε μολύβι και χαρτί και ζύγισέ τα όλα
ποιος ήσουνα, τι έγινες και πού σκ@τ@ θα φτάσεις
τι είχες, τι σου κλέψανε και πώς θα καταντήσεις
και νοιώσε όπως νοιώθουνε τριγύρω τόσοι άλλοι.
Μόνο που αυτό το νοιώσιμο, τραγούδι μην το κάνεις
ούτε γλυκιά παραίτηση, μη ξεγελιέσαι άλλο
καν’ το ορμή και δύναμη, φόρα πάρε και χτύπα
τσάκισε ό,τι σε λυγά, λύγα ό,τι σε τσακίζει.
Ξύπνα, κουνήσου άνθρωπε, γ@μώ το κέρατό μου,
μην περιμένεις πιότερο και πιότερο δεν έχει
τα ‘χουνε παίξει οι καιροί και φρίξανε τα χρόνια
απόμεινε βουβή η γης, σαλτάρανε οι μέρες
αν όχι εσύ, αν όχι εγώ, ποιος τότε ρε συντρόφι;
Τι είναι τούτη η απάθεια, τι διάολο συμβαίνει
για ένα πουκάμισο αδειανό, για μια που ‘ταν α! Ελένη…
στις κόχες του Ταΰγετου, στις τάπιες της Ροδόπης
στου Ψηλορείτη τις σπηλιές, στου Μπράλου τα ρουμάνια
στου Αχελώου την εκτροπή, στις Πάρνηθας τις στάχτες
(εισαγωγή… Μικρούτσικου θα κάνω, έχει κι άλλο
μια ώρα κι είκοσι λεπτά, πώς κάνει στα τραγούδια)
στις Ιου τις ξερολιθιές, στα «χόρτα» του Ενιππέα
στου Λάδωνα τις καλαμιές, στης Λέσβος τους κολπίσκους,
στα Τρίκαλα στα δυο στενά, στης Γυάρου τα «μνημεία»
το λεν’ πουλιά στα σύδεντρα, βατράχια μες στους βάλτους
το κράζει η μέρα στη νυχτιά κι ο ήλιος στο φεγγάρι
το μολογάνε οι ρεματιές κι ακούν τα κορφοβούνια
αντιλαλεί το μυστικό και στους αιθέρες φτάνει:
Τέτοιο βαρέλι άπατο, τέτοιο κωλοχανείο
ποιος είδε, ποιος αντάμωσε μέσα σ’ αυτή τη ζήση;
Πού ξανακούστηκε λαός να θέλει αλυσίδες
να κάθεται να του περνάν’ τη μια μετά την άλλη
μάτια να έχει μοναχά για της tv τ’ς οθόνες
και τίποτα να μη γροικά έξω απ’ τον καναπέ του;
Κι ένας αητός περήφανος στ’ αφτιά, φτεροκοπάει
και κρώζει μισοούρανα να τον ακούσουν όλοι:
«Ξυπνάτε νιες, ξυπνάτε νιοι, τα σώβρακα μας παίρνουν
κοιτάχτε που ‘τοιμάζονται για να μας τη φορέσουν
κεφάλι μη σηκώσουμε γι’ άλλα σαράντα χρόνια.
Ταχιά ξυπνάτε, τρέξτε ρε, ούτε καφέ μην πιείτε
πάρτε τα όρη, τα βουνά, πιάστε τα μετερίζια
γιατί ετούτη η άνοιξη δεν έχει καλοκαίρι.
Δεν τα τηράτε τα πουλιά δίχως λαλιά που κρώζουν;
Δε βλέπετε τα σύννεφα, τ’ αγέρι δεν τ’ ακούτε;
Αντε να ξεκινήσουμε πριχού μας αποκάμουν
να πιάσουμε συντρόφια μου ούλα τα καραούλια
να βγούνε μπρος οι δυνατοί, να σπρώξουνε τους άλλους
μη και αλλάξει ο άνεμος, μπας και γυρίσει πρίμα».
Μήνα πολύ κοιμόμαστε, μήνα κωλοβαράμε;
Μηδέ χαθήκαν ούλα πια, ουδέ δεν έχει μέλλον.
Δεν βλέπεις γύρω τις φωτιές; Τις σπίθες δε λογιάζεις;
Στου αίματος το πύρωμα, ντουβάρι συ θα στέκεις;
Τι καρτεράς ρε σύντροφε, τι με κοιτάς σα χάνος;
Δε σ’ έχει πρόβατο η ζωή, γι’ άνθρωπο σε λογιάζει
και σε μετράει με κεραυνούς, με θέρμη σε μετράει
αν σ’ είχε για διακόσμηση θα σ’ έβαζε σε γυάλα.
Μόνος σου όλα τα ‘φτιαξες, μόνος σου τα γκρεμίζεις
μόνος σου ξύπνα, το λοιπόν, κι αρχίνα να κινιέσαι.
Πάρε μολύβι και χαρτί και ζύγισέ τα όλα
ποιος ήσουνα, τι έγινες και πού σκ@τ@ θα φτάσεις
τι είχες, τι σου κλέψανε και πώς θα καταντήσεις
και νοιώσε όπως νοιώθουνε τριγύρω τόσοι άλλοι.
Μόνο που αυτό το νοιώσιμο, τραγούδι μην το κάνεις
ούτε γλυκιά παραίτηση, μη ξεγελιέσαι άλλο
καν’ το ορμή και δύναμη, φόρα πάρε και χτύπα
τσάκισε ό,τι σε λυγά, λύγα ό,τι σε τσακίζει.
Ξύπνα, κουνήσου άνθρωπε, γ@μώ το κέρατό μου,
μην περιμένεις πιότερο και πιότερο δεν έχει
τα ‘χουνε παίξει οι καιροί και φρίξανε τα χρόνια
απόμεινε βουβή η γης, σαλτάρανε οι μέρες
αν όχι εσύ, αν όχι εγώ, ποιος τότε ρε συντρόφι;
Τι είναι τούτη η απάθεια, τι διάολο συμβαίνει
για ένα πουκάμισο αδειανό, για μια που ‘ταν α! Ελένη…
Emo Roides