Αγαπητά μου παιδιά
Μετά την άσεμνη πλην διδακτική ποιηματότσαρκα της περασμένης επιστολής, επιστρέφουμε στη φιλόξενη αγκάλη του παρεξηγημένου ελληνικού βου-κωλικού δράματος. Παρεξηγημένου διότι ως σήμερα κανείς ευπατρίδης του αστικού δράματος δεν έχει αναφερθεί στα πασίδηλα ψήγματα πολιτικού λόγου που εμπεριέχει ο πρόγονός του. Από τον λαϊκό -ή και pop κατά πολλούς διανοούμενους της ΔΕΞ.Ι.Α.Σ. (ΔΕΞιότητα Ιαματικής Αρχειοθέτησης Σκανδάλων)- μύθο της Πάνω Ρέας ή Pan-ωραίας (ωραίας του ταψιού), επιλέγουμε το τελευταίο χορικό με τη χωρική Γκόλφω και το σπάραγμα που τιτλοφορείται «η ξετσίπρωτη»:
– Ανάθεμά σε πρόεδρε και μυριανάθεμά σε
οπού ‘δωσες τέτοιο προικιό, το μέγα δαχτυλίδι
στο χτεσινό το νιάνιαρο, τ’ απογαλακτισμένο,
είπε η Γκόλφω κι έλυσε την πλούσιά της κόμη
που χύθηκε και γέμισε τρίχες την Κουμουνδούρου
τόσο πολλές που φτιάχνανε τρεις τάβλες κανταΐφι.
Κι άπαντες έσπευσαν να δουν απ’ τα τηλεμπαλκόνια
-προσεχτικά μην έχουμε καμιά καινούργια πτώση-
κι αναρωτιόταν έτσι ομού όλοι συνασπισμένοι
ποια ‘ναι η ζαβή και τι ζητά; Τι έχει και γκαρίζει;
– Βγείτε τηλεκανίβαλοι απ’ τις τηλεθεάσεις
δεν είν’ που στρέφει ο μπούσουλας, μον’ είναι το καράβι
που το ‘συρε ένα μινί, όμως γω ήρθα γι’ άλλο,
φώναζε η Γκόλφω κι έσκιζε με βία τα βιζόν της.
– Βγείτε να δείτε το κακό, ωιμέ, τη συμφορά μας
που ‘ρθε το βυζανιάρικο, το ομήλικο της Εύης
για να μας δείξει την οδό και να μας πει τον τρόπο
να βγούμε απ’ την αφάνεια, να γίνουμε εξουσία.
– Κουλάρισε συντρόφισσα και πες μας πώς σε λένε;
Πούθ’ έρχεσαι και τι ζητάς; Ποιας συνιστώσας είσαι;
– Εγώ ‘μαι η Γκόλφω σύντροφε, δεν ξέρω συνιστώσες
χέζω την υποτείνουσα και τη συνισταμένη.
Γω έκανα αντίσταση μέσα στα κομμωτήρια
και ύψωσα το σεσουάρ ενάντια στον αφέντη
τη μια τα έβαφα λιλά, την άλλη μοβ και φούξια
και σάλπιζα την πίπιζα στου μπλοκ το κεφαλάρι
μη ξεχαστούν, μη κοιμηθούν, μη και μου μαστουριάσουν
και πάνε σαν τα πρόβατα στων γουρουνιών το πάσχα.
– Και τι ζητάς συντρόφισσα στυλίστα, ακτιβίστρα;
Τι θες και κρώζεις; Και, για πες: emo είσαι ή trendy;
– Τι είμαι δεν σας απαντώ, δεν δίνω δεδομένα
μον’ τα ‘χω με τον που ‘φυγε, που κακοχρονονάχει
κι άφησε το μυξιάρικο να σκούζει στις οθόνες
με κείνο το χαμόγελο του Βούγια! God, τι φρίκη!…
– Γκόλφω, αν και καθήμενη, ορθοί οι λογισμοί σου
-σε καλοπιάνω ευγενικά για να σου τη φορέσω
δεν πήγε τζάμπα η μακρά εξουσιολειχία-
όμως για πες συντρόφισσα, ποιος άλλος θα μπορούσε
να φορτωθεί το εγχείρημα, να κάνει όλη τη λάντζα
χάσει-κερδίσει να ‘μαστε όλοι ωφελημένοι;
Η Γκόλφω κοντοστάθηκε σαν προβληματισμένη
κι έβγαλε απ’ τη μύτη της τα έξι σκουλαρίκια.
Υστερα κοίταξε ψηλά, είδε Λιάνα κι Αλέκα
την Λίλα λίγο παρακεί και πίσω τον Καζάκο!
– Τα ζόμπι, ψέλλισε χλωμή, δεν είναι χορτοφάγα
(της φάνηκε πως έβλεπε σκηνές απ’ την ταινία)
και φτύνοντας τον κόρφο της είπε εφτά τραγούδια
του Manu Chao κι άλλους δυο ύμνους των Ζαπατίστας.
– Αμή, τι νόμισες εσύ, προς τι η φασαρία;
Δεν είν’ η Ψωροκώσταινα της Βίνιανης και τ’ Αρη
άλλαξαν Γκόλφω οι καιροί, ξύπνα, εκσυγχρονίσου
και γίνε ευρυζωνική, chat κάνε με τους άλλους
να μαζευτούμε και ευθύς να πάρουμε ποντίκια,
ρούτερ και πληκτρολόγια, web cameras και gadgets
κι όλοι στην επανάσταση members να εγγραφούμε
με password και κωδικό, κανονικά, αντρίκια.
– Σύντροφε οι κουβέντες σου βαθιά με συνταράξαν.
Νοιώθω σαν Εύη στο κλουβί, σαν Γενικός σε κάστρο,
σαν κομιστής σε σύνορα με ξένα ευρώ στα χέρια
μα νοιώθω και ιδεασμό το στόμα να μου κλείνει
γιατί δεν βρίσκω τι να πω για να μ’ υπερασπίσω.
Σαν τον Ορφέα θα συρθώ στον Αδη για να ψάξω
και σαν θα βρω απόκριση, θα ‘ρθω να στη σβουρίξω.
Δώσε μου χρόνο μοναχά, δυο γκάλοπ θέλω ακόμα
κι απέ με χρόνια και καιρούς, πάλι δικιά σας θα ‘μαι.
Passion Area