Ο Κωνσταντής ο τροφαντός, ο μοσχαναθρεμμένος
Ενας λεβέντης ως εκεί, δυο μέτρα νιος (στο φάρδος)
Τις νύχτες δεν κοιμότανε, το έκανε τη μέρα
Κι απέ σαν έγερνε βαρύς στο δρύινο κρεβάτι
-με τα υποστυλώματα, το διπλοενισχυμένο-
Υπνος δεν του ερχότανε στα μάτια τα γραμμένα
Τα όμορφα, τα έξυπνα, που πλάνεψαν την κόρη
Που πλάγιαζε λίγο πιο κει γι’ αντίβαρο στο στρώμα
Μην κάνει σούζα και βρεθεί ο Κωνσταντής υπτίως.
– Τι έχεις ωρε Κωνσταντή; Τον ρώταγε η κόρη.
Μπας σου ‘πεσε βαρύ τ’ αρνί, μη φταίνε οι τσιπούρες;
Μη πάλι φταίει ο Byron κι η άλλη, η Μαριέττα
Που σου ‘χα πει να μην τους φας μαζί, το ίδιο βράδυ;
Θες κα’να αντιόξινο; Μήπως θέλεις μια σόδα
-αν και χτες είχες πιει εφτά κι έκανες σα βατράχι-
Τι να σου κάνω Κωνσταντή να μην στριφογυρίζεις
Μια από δω, μια από κει και σειέται η Μεσογαία;
– Πάψε γυναίκα να χαρείς, δεν φταίνε αυτά που είπες
Ούτε αυτοί που έφαγα μήτε κανένας άλλος.
Πάτα το pause στο dvd μη χάσω καμιά φάση
Κι αν σ’ ενδιαφέρει άκουσε να μάθεις τι μου φταίει.
Τέσσερα χρόνια κόντεψαν που μ’ έκαναν τσοπάνο
Να σαλαγώ τα πρόβατα, υπεύθυνος στη στάνη
Απηύδησα μες στο μαντρί και ο καιρός κυλάει
Μ’ έπιασαν ανασφάλειες μήπως στον πέμπτο χρόνο
Μου κάνουνε καμιά στραβή, μη γίνει καμιά νίλα
Μη φύγω νύχτα, μη χαθώ και τότε τι θα γίνει;
– Τι είν’ αυτά βρε Κωνσταντή, έλα στα συγκαλά σου
-μη ρεύεσαι, μην πέρδεσαι, θα σκάσουμε δω μέσα-
Τι σ’ έπιασε και χολοσκάς; Να πα’ να πηδηχτούνε
Τα γίδια και τα πρόβατα, οι γκιόσες και οι τράγοι
Συ κοίταξε να ‘σαι καλά κι όλα τα άλλα γράφ’τα
Οπως για χρόνους έκανες και λέγαμε no problem.
– Δεν είναι έτσι όπως τα λες, πρώτη κυρά της στάνης
Πρέπει ν’ αφήσω πίσω μου κάτι να με θυμούνται
Κι εγώ δεν έχω τίποτα, τα έκανα μαντάρα.
Κοίτα: Θέλεις το σκοπιανό; Μπουρδέλο παραμένει
Κι αν πω για το κυπριακό σημειωτόν το πάμε.
Να πω για τους πακιστανούς; Για τους κοριούς; Τη φούσκα;
Για τα πέντε τοις εκατό που ‘ταξα στην παιδεία;
Να πω για τ’ ασφαλιστικό; Για τους συμβασιούχους;
Ο,τι κι αν δω, ό,τι σκεφτώ, ό,τι κι αν λογαριάσω
Κάνω τη σούμα και ευθύς τα βρίσκω όλα χάλια
Νοιώθω και την ανάσα της να μου τρυπάει το σβέρκο
Το πλουμιστό, το μπόλικο, με τις πολλές πτυχώσεις.
– Ποιανής ανάσα; Τι μου λες; Υπάρχει καμιά άλλη;
Μέτρα τα λόγια Κωνσταντή μη γίνει εδώ της Πόπης!
– Τι λες γυναίκα; Σύνελθε. Πού να βρεθεί μια άλλη;
Είσαι καλά ή χάζεψες; Στο σβέρκο μου η ανάσα
Είναι της Ντόρας του ψηλού που ‘ρχεται στο κατόπι
Κι όλο προσμένει τη στιγμή που θα στραβοπατήσω
Για να μου δώσει μια γερή και να με στείλει κάτω
Να σπάσω τα πατώματα, τη γης να διατρήσω
Για ν’ ανεβεί στη θέση μου και να χαμογελάει
Με κείνο το χαμόγελο, το αίμα που παγώνει.
– Αχ Κωνσταντή μου, άντρα μου, κολώνα και θεμέλιο
Δοκάρι μου, υποστύλωμα, σκυρόδεμα οπλισμένο
Ελα τώρα, προσπάθησε λίγο να ηρεμήσεις
Δες μόνο τρία dvd απόψε και κοιμήσου
Κι άνοιξε τ’ ασφαλιστικό να σε χτυπάει αγέρας
Κι έχει ο θεός (ο θείος σου), άει καληνύχτα τώρα.
Ιππολοχαγός Νατάσα