Γεια σας σύντροφοι
Σας γράφω γιατί είστε οι μόνοι που με θυμάστε, μέσα σ’ ένα θλιβερό, αποκτηνωμένο κόσμο που εθελοτυφλεί. Είμαι ο εχθρός της αυθάδειας και της απερίφραστης αναίδειας, έτσι όπως αυτή θεσμοθετήθηκε και ενθρονίστηκε στα απαστράπτοντα ανάκτορα του 21ου αιώνα, ο περιθωριοποιημένος άνεργος, ο σταυρωμένος στα μορφωτικά, εργασιακά κι οικογενειακά κάτεργα, η σκιά που περιφέρεται ουρλιάζοντας, σκίζοντας τη σιωπή του απέραντου νεκροταφείου, ο μετανάστης με την αδέσποτη σφαίρα ανάμεσα στα μάτια, ο τσακισμένος εργάτης στις σάπιες κοινωνικές σκαλωσιές της δήθεν αναμόρφωσης. Είμαι παντού, θα με δείτε στριμωγμένο σε ανήλια υπόγεια να αντιμάχομαι τον αργό θάνατο, στις τενεκεδουπόλεις και στις ξεχασμένες εσχατιές του κόσμου, απέναντι στις κάνες των «ελευθερωτών», στις πιάτσες του θανάτου, στη μηχανή και στη γραμμή παραγωγής, στις ουρές των καταφρονεμένων, στα δηλητηριασμένα λαϊκά προάστια, πίσω από ένα βρώμικο ποτήρι, «ελεύθερος» μέσα σε ζαλισμένες νότες και ξεπουλημένες νύχτες με απλωμένο το χέρι, με απλωμένο το μυαλό. Μα ίσως να μην είμαι μόνο αυτός.
Είμαι ο αιώνιος άνθρωπος, καρφωμένος από καθώς πρέπει ρουφιάνους και παρατρεχάμενους ομοίους μου, αλυσοδεμένος στα εκσυγχρονισμένα κολαστήρια, τεντωμένος στον τροχό της ιστορίας από αλαλάζοντες ιεροεξεταστές και δημοκράτες, ημιμαθής κι απολίτιστος γιατί μ’ έμαθαν να προτιμώ την τηλεόραση από το βιβλίο και την κενολογία από την ανθρώπινη επαφή, ένοχος κι υποταγμένος γιατί δεν αντέδρασα για να μη χάσω τη βολή μου στην αθλιότητα, καταδικασμένος σε θάνατο, μακριά από ηλιόλουστα λιβάδια και δημιουργικά όνειρα.
Είμαι αυτός που περιφέρεται σαστισμένος ελπίζοντας να τη βολέψει, σ’ ένα κόσμο γεμάτο αυτόκλητους σωτήρες, μπάτσους, φλεγόμενους ιερείς, εξουσιομανή ανθρωπάρια, ξεπουλημένους εμπόρους και πελώρια μάτια παντού. Με ξήλωσαν από τις αυλές και μ’ έστησαν ανάπηρο μπροστά στην τηλεόραση, δίνοντάς μου δυο αδηφάγα πλοκάμια για χέρια, χίλια άχρηστα μηχανικά σκατά για ν’ ασχολούμαι και την ακρισία για σύντροφο της χαμοζωής μου. Με στρίμωξαν σε ένα τομέα παραγωγής, ξυπνάω πάντα κουρασμένος για να πηγαινοφέρνω άχρηστα εργαλεία μαζί με τις άχρηστες μέρες μου, περιφέρομαι πετρωμένος, σκυφτός και γκρίζος και πέφτω για ύπνο ανολοκλήρωτος κι οριστικά ανεκπλήρωτος. Είμαι ο θρασύς κι αναιδής χοντράνθρωπος της νέας εποχής, ο σκυμμένος μπροστά στα αφεντικά που γίνεται λιοντάρι σαν φεύγουν, ο ημιαναλφάβητος διδαχθείς εκ των τηλεοπτικών υπότιτλων, ο λοβοτομημένος θιασώτης των αλλαγών για την εξυγίανση του κόσμου, χτυπημένος από «διαμαντένιους σταυρούς τραβεστί πατέρων», όπως έλεγε κι η Κατερινούλα μιας άλλης, τόσο πρόσφατης μα τόσο μακρινής εποχής. Είμαι όλα και τίποτα, το αιώνιο λιπαντικό της μεγαμηχανής, η αποθέωση κι η αποκτήνωση, η ελπίδα κι η χυδαιότητα ταυτόχρονα, περικυκλωμένος από σύρματα και καλώδια, περιπολικά, πειθήνιους υπάλληλους, δικαστές και διευθυντές, διαχειριστής και διαχειριζόμενος, καταγεγραμμένος και καταμετρημένος ως το τελευταίο κύτταρό μου και δοσμένος οριστικά στην υπηρεσία της απάτης και της υποταγής. Είμαι ο αθώος που πλαισιώνει τα κοινωνικά τάγματα θανάτου μα και ικανός μπροστάρης στην επερχόμενη επανάσταση. Αυτός που αναρωτιέται για την μετά θάνατον ζωή, πριν καν πειστεί κι αποδείξει ότι υπάρχει ζωή και πριν το θάνατο.
Είμαι ο αθώος της πρώτης παραγράφου αυτής της επιστολής, μα κι ο ένοχος για όλα τα επόμενα. Γιατί αφήνω τις λαμπρές μέρες μου να κυλούν μέσα στο σκοτάδι που σιωπηλά αποδέχτηκα. Είμαι καταδικασμένος να είμαι υποταγμένος, εν δυνάμει ρουφιάνος για λίγα ψίχουλα, αποποιούμενος μονίμως κάθε ευθύνη την οποία μεταθέτω στις αόρατες εξουσίες που εκλέγω γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο. Είμαι ο εθελούσια εξαπατημένος δόκτωρ Τζέκυλ, που σήμερα τράβηξε μαχαίρι ενάντια στον μίστερ Χάιντ και ουρλιάζει έξω από τα λευκά κελιά της κοινωνίας για να ξυπνήσει τους ομοίους του, μπροστά σ’ έναν καθρέφτη για να ξυπνήσει πρώτα ο ίδιος: «Στο δρόμο ρεεεε».
Τέρας Σκουλίκ – δημοσιοκάφρος