Αγαπητά μου παιδιά
Αυτή τη φορά στέλνω μια επιστολή όχι για σας, μα για να την παραδώσετε σε άλλους. Δεν την εσωκλείω σε φάκελο, γιατί δεν υπάρχει λόγος για περιττά έξοδα ή περιττές ενέργειες. Ούτε σας αγγαρεύω, μιας και δεν θα χρειαστεί να κάνετε κάτι, θα παραδοθεί από μόνη της. Αυτή τη φορά, ομιλούμε κατευθείαν με την πεθερά, την παροιμιώδη τυραννική, ανέραστη, λοβοτομημένη κωλόγρια της ιστορίας, που εκπροσωπεί συγκεκριμένα πράγματα.
Λοιπόν που λες, παντεπόπτη κι αδιάκριτε οφθαλμέ χαμένων κορμιών της αντίπερα όχθης, θα μου επιτρέψεις (κι αν δεν μου επιτρέψεις, ξέρεις…) να ταράξω λίγο τον φοβισμένο κόσμο σου ως κοτρόνα – και όχι βότσαλο και αηδίες – στη λίμνη, λέγοντάς σου για μας. Να γνωριστούμε καλύτερα, γιατί δεν είναι σωστό να φτάσουμε στον επερχόμενο «έρωτα» (ιστορική αναγκαιότης γαρ, μη θαρρείς πως μας αρέσει η κτηνοβασία) δίχως τις δέουσες κυνωνικές συστάσεις.
Πιο συγκεκριμένα: Τρισάθλια, μίζερα κι ανιστόρητα ιστορικά υποκείμενα, που μέσα στην μέθη της εξουσίας και της τυφλότητάς σας τολμάτε να υψώνετε τις φωνές των χαλκείων σας, τεντώστε τα ευγενή αυτάκια σας, όσο ακόμη κρέμονται στο κεφάλι σας, όσο ακόμη έχετε κεφάλι.
Εμείς ονειρευτήκαμε δίχως ακόμη να εξαναγκαστούμε σε ανώμαλη προσγείωση. Παραμένουμε μη ανώμαλοι (σύμφωνα με μας) και μη προσγειωμένοι (σύμφωνα με σας). Εμείς ερωτευθήκαμε, όχι με τον κατασταλτικά κομψευόμενο τρόπο της τάξης σας, που θυμίζει ασβεστωμένο στηθαίο βρώμικου, απύθμενου πηγαδιού («Σας ξέρω εσάς γυναίκες και κορίτσια των πλουσίων. Πόση απύθμενη αχρειότητα κρύβετε στα ψυχρά γεννητικά σας όργανα» – πού έγραφε κι ο Βίλχελμ Ράιχ στο «Ακου ανθρωπάκο»). Εμείς αγαπήσαμε χωρίς «αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία», ανυστερόβουλα. Προσκυνήσαμε σώματα, οσμιστήκαμε, γευτήκαμε, χωρίς το δικό σας πηγαίο αίσθημα αηδίας που αναβλύζει σε κάθε επαφή σας με ο,τιδήποτε ξένο. Εμείς βουλιάξαμε σε μουσικές, ουράνιες μπάντες συντρόφευαν τις ώρες μας, “μουσικές εξαίσιες ενός αόρατου θιάσου” έστηναν παραστάσεις μέσα στα ιδρωμένα κεφάλια μας, “κι ήπιαμε από δυνατά κρασιά, καθώς πίνουν οι γενναίοι της ηδονής” κατά Καβάφη. Εμείς ξενυχτίσαμε μελετώντας, όχι για να χτίσουμε υπολογισμένες καριέρες, μα για να ορθώσουμε ανυπολόγιστους φράχτες στην ψευδεπίγραφη, χαλκευμένη «επιστημονική» επέλασή σας. Εμείς πέσαμε με τα μούτρα σε βιβλία, όπως πέσαμε με τα μούτρα στις βιτρίνες και στις αλυσίδες των απαγορεύσεων. Εμείς δεν καταπνίξαμε την αρχέγονη κραυγή, ουρλιάξαμε τις νύχτες από οργή, ηδονή, πόνο, ενθουσιασμό. Εμείς ανεβήκαμε με νύχια και δόντια από την άβυσσο, συνεχίσαμε να σκαρφαλώνουμε στα σύννεφα και ρίχναμε αστροφ‘ιαγμένες σκάλες εφόδου προς την κατακόκκινη σφαίρα του μέλλοντος. Εμείς συνταχθήκαμε με τις στρατιές των κολασμένων, δεν σταθήκαμε μακρινοί ανώνυμοι ή επώνυμοι χορηγοί τους, με το όραμα της προσωπικής βόλεψης σφηνωμένο πίσω από στερεότυπες, υστερόβουλες κουβέντες. Ημαστε εκεί όταν έπεφταν τα τείχη, αλαλάζαμε από άγρια χαρά κάθε που καιγόταν πελεκούδια και φλούδες απανθρωπιάς και ορμούσαμε στους βωμούς της απάτης για να τσακίσουμε την άθλια φάρα των εχθρών του ανθρώπου. Εμείς γκρεμίσαμε πολιτείες, γιατί είμαστε αυτοί που τις έχτιζαν, ξανά και ξανά. Εμείς αυθαδιάσαμε στον δυνάστη, δεν κρυφτήκαμε σε χρυσά κλουβιά ευθυγραμμίζοντας τα πειθαρχημένα, μασίφ κάγκελά τους με τις συστημικές γραμμές. Δεν κρεμάσαμε ένδοξα κουρελόπανα στα νεκρικά αστικά μπαλκόνια, γιατί δεν θέλαμε κουρελόπανα και νεκρικά μπαλκόνια, αλλά ζωή. Εμείς δεν παρελάσαμε. Κουραστήκαμε να παρελαύνουν μπροστά μας οι άγιες μορφές της δικής μας ιστορίας και να μας υπενθυμίζουν χρέη, όχι προς τράπεζες και άλλα ευαγή ιδρύματα έμμεσης βίας, αλλά προς τη ζωή. Εμείς ξενυχτίσαμε για δεκαετίες χωρίς να νοιώσουμε κούραση, δεν σταματήσαμε στιγμή να σωρεύουμε πλούτο, ναι, έναν πλούτο που η φάρα σας περιφρονεί επιδεικτικά γιατί δεν έχει αντίκρισμα στους ναούς της εξαγοράς και στους ανύπαρκτους αιώνες των ψεύτικων θεών σας. Εμείς τρέξαμε, ματώσαμε γόνατα κι αγκώνες. Κι εξακολουθούμε, όπως εξακολουθούμε να κυλιόμαστε σαν ανέμελα παιδιά στα πάρκα και στις πλαγιές, εκεί όπου εσείς θεωρείτε ότι είναι τόπος για να κατουράνε τα σκυλιά σας και για να χτίσετε τις νέες λαμπρές φυλακές σας.
Εμείς είμαστε κείνοι που στοιχειώνουν τα όνειρά σας, που σκοντάφτετε πάνω τους, οι δέκτες της λάσπης σας. Οι συγγενείς των δολοφονημένων, οι αδερφοί των καταδιωκόμενων, το σώμα των αδικημένων. Το κόκκινο του αίματος, το κόκκινο της ζωής. Εκείνοι που – όπως είδατε – δε νικιούνται οριστικά, αλλά αντέχουν, γιγαντώνονται και περιμένουν να δουν εσάς τους αποτρόπαιους να πέφτετε νικημένοι. Εμείς, οι της αναπόδραστης ιστορικής αναγκαιότητας, εμείς οι της αποκατάστασης.