Αγαπητά μου παιδιά
Ηταν ένα καυτό απόγευμα του νοσηρού αστικού καλοκαιριού, όταν όλα τα βλέμματα στράφηκαν σε κάποιο σημείο του βυθού των πολυκατοικιών. Οι τσιμεντένιες κερκίδες – μπαλκόνια ήταν γεμάτες από το διψασμένο για αίμα φιλοθεάμον κοινό που επευφημούσε τον καίσαρα. Από τις ορδές κείνων που νοιώθουν ασφαλείς κι ευνοημένοι στο καθεστώς της άγ(ρ)ιας (β)ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, από τους αναστολείς του τέλους της προϊστορίας.
Ο καίσαρας εμφανίστηκε στο λαμπρό άρμα του που φαινόταν ακόμα πιο λαμπρό στο εκμεταλλεύσιμο χρώμα του άρρωστου απογεύματος, έτσι καθώς χυνόταν στα ανθρωποφάγα αστικά τερατουργήματα. Ζωντανά εξαμβλώματα με χαλύβδινο σκελετό και οπλισμένο μπετόν, με οπλισμένους πραιτοριανούς και παροπλισμένες μάζες, τρεφόμενα με σάρκες άοπλων μισθωτών και άμισθων σκλάβων. Τα πλήθη ηρέμησαν μ’ ένα νεύμα του καίσαρα και βυθίστηκαν στις πολυθρόνες – προεκτάσεις του σώματός τους που υπείχαν πια θέση προαιώνιας ουράς. Ο εφιάλτης των αποδιοπομπαίων που τρέφει τις αλλόκοτες, απάνθρωπες ανθρώπινες ζωές, μόλις άρχιζε.
Οι μελλοθάνατοι βγήκαν σιδηροδέσμιοι από τα παθογενή σπλάχνα των αδιέξοδων δρόμων με τα σπουδαία ονόματα. Γύρω τους έτρεχαν πάνοπλοι ευνούχοι, λοβοτομημένα κατακάθια του ανθρώπινου είδους, η εν πλήρει εξαρτύσει κι εξαρτήσει κατάντια που διευθετούσε την κατάσταση ταξικά και χωροταξικά με συντονισμένες κινήσεις περισσής βιάσης και περισσής βίας. Το πλήθος, νοιώθοντας ευφορικά ασφαλές, ξανάρχισε να επευφημεί μα πάλι ο καίσαρας το ηρέμησε με μια σοφή κίνηση του σοφού χεριού του. Οι πόρτες των κλουβιών άνοιξαν και βγήκαν τ’ αλλοτινά λιοντάρια, που τώρα πια ήταν δέκτες. Με τη λύσσα δεκάδων καναλιών, την απειλή των αποτρόπαιων φιδιών – καλωδίων και τις κεραίες – κέρατά τους να πλημμυρίζουν ραδιοκύματα τον σάπιο ουρανό, τρυπώντας οριστικά την οροφή των urban του χαμού . Κι έπεσαν στους μελλοθάνατους να τους κατασπαράξουν.
Τούτη τη φορά δεν υπήρχε Δανιήλ να γλιτώσει. Μονάχα η πόρνη Βαβυλώνα κι ο αναδυθείς δράκοντας της αβύσσου με τα δέκα κεφάλια και τα εφτά στέμματα, η αποκάλυψη που συντελούνταν ενώ όλοι είχαν καλυφτεί. Τούτη τη φορά ο λάκκος των λεόντων δεν είχε λέοντες. Είχε μονάχα πρόστυχη συναίνεση, τηλεβωμούς για να θύουν οι μισθωτοί και άμισθοι σκλάβοι, άνωθεν εντολές και υποταγή, ασφάλεια και καλλωπισμένη πυόρροια από το εξαρτημένο κυνωνικό σώμα στα τακτοποιημένα νεκροταφεία. Οι μελλοθάνατοι έμεναν ασάλευτοι στο κέντρο της κτηνωδίας. Το πλήθος παραληρούσε. Ο καίσαρας κι η κουστωδία του προσευχόταν στον Μολλώχ, στον Αριμάν, στην Εριδα, σ’ όλους τους σκοτεινούς θεούς της προϊστορίας, ευχόμενοι να μην τελειώσει αυτή ποτέ. Να μην έρθει ποτέ ο μετεωρίτης που θ’ απαλλάξει την πληγωμένη γη από το τυραννικό βάρος των δεινόσαυρων.
Κι η τελετή δεν τελείωσε γιατί «ο νεκρός δεν πέθανε την ορισμένη ώρα»*, όπως λέει ο ποιητής. Κι ένας άλλος ποιητής, τρέχοντας απελπισμένος στους εφτά λόφους, έμπαινε στη θέση και στον κόπο των μελλοθάνατων, σε αντίθεση με το πλήθος:
Αν με πηγαίνανε αύριο στην κρεμάλα
μανούλα μου, μανούλα, δόλια μάνα
ξέρω ποιανού το δάκρυ στάλα – στάλα
θα ‘πεφτε από τα μάτια τα μεγάλα.
Μια και με γράψανε φονιά
πήρα τον κόσμο παγανιά
και τη ζωή σεργιάνι.
Κακό να κάνω στους κακούς
που εσύ μονάχα τους ακούς
κι ο νους σου δεν τους πιάνει.
Στην ερημιά που ‘χω βρεθεί
με το ‘να χέρι στο σπαθί
και τ’ άλλο στο βαγγέλιο,
ήρθαν μανάδες κι ορφανά
κι είπαν το δάκρυ του φονιά
να τους το κάνω γέλιο.
Μα τώρα που ‘φτασε η στιγμή
να κλείσουν οι λογαριασμοί
ποιος τάχα θα μπορέσει
να δει πως είχα μια καρδιά
σαν της αγάπης τα παιδιά
και να με συγχωρέσει.*
Λεονάρντο Νιετ Βίντσι
* Μανόλης Αναγνωστάκης – «Η συνέχεια-3» («Ο νεκρός»)
* Νίκος Γκάτσος – «Μυθολογία» («Ενας ευαίσθητος ληστής»)