Αγαπητά μου παιδιά
Περάσαμε ακροπατώντας στα άσβεστα χνάρια τους, με «τη σκούφια μας λεβέντικα, στραβά». Κλείνοντας τα μάτια, κλίνοντας την κεφαλή όχι επί δεξιά αλλά επιδέξια επ’ αριστερά, προς τις στρατιές των εξουθενωμένων που σαν κύματα έρχονται και ξανάρχονται από τ’ ανοιχτά της Ιστορίας. Πτώματα, σακατεμένα κορμιά, λοβοτομημένα μυαλά, αγωνίες, συνθηκολογήσεις, πίκρα, ήττες και συμβιβασμοί συνθέτουν τη δική μας εξέδρα των επισήμων.
Πρόκειται για αλητεία. Η Ιστορία επιχειρείται να ξαναγραφεί χλευαστικά, παραχώνοντας τύμβους αίματος και υψώνοντας μνημεία αήθειας, ακριβώς όπως υψώθηκαν οι χριστιανικοί ναοί πάνω σε συντρίμμια της αρχαίας πίστης. ‘Η όπως παραχώθηκαν τ’ αρχαία του Μαραθώνα ελέω ολυμπιάδας, την ώρα που το ΥΠ.ΠΟ. προσπαθούσε να πείσει εαυτόν και αλλήλους ότι η μάχη του Μαραθώνα έγινε στη θάλασσα όπου ετάφησαν και οι νεκροί της! Ποιος θ’ αντιδράσει, ποιος θ’ αντικρούσει, ποιος θα βάλει φρένο στην θεσμοθετημένη ασυδοσία και αγυρτεία; «Κατάργησαν τα μάτια τους, τυφλοί» που λέει κι ο ποιητής. Λίγοι βλέπουν πια, λίγοι ακούνε και κατά συνέπεια λίγοι αντιστέκονται. Η ιστορική ευθύνη λυγίζει πλάτες, όλο και περισσότερο, όλο και λιγότερες. Γιατί δεν βοηθάς σύντροφε; Γιατί δεν ακούς; Γιατί αποστρέφεις το βλέμμα, γιατί δεν μιλάς;
Ο ζόφος τυλίγει το αύριο απ’ άκρη σ’ άκρη, αρχίζοντας από σήμερα. Πατώντας πάνω στα ερείπια του χθες. Εχουμε ξεπουληθεί γύρω από ατελέσφορες κουβέντες, κάτω από αδιέξοδες ομφαλοσκοπήσεις, πίσω από άνευρες συνευρέσεις, μέσα σε καφενεία – φυλακές και δίπλα από διαδηλώσεις – βόλτες. Κάτω από τα βήματά μας αναβλύζει το πανάρχαιο αίμα. Η δίκαιη αγανάκτηση, η δίκαιη αντίδραση, η δίκαιη λαϊκή αντιβία απέναντι στην μονομέρεια της εξουσιαστικής βίας.
Ο Δημήτρης Κουφοντίνας κι ο Χρήστος Τσιγαρίδας είναι οι ηρωικές και ιστορικές υπομνήσεις μιας χαμένης ταξικής τιμής. Είναι το ελάχιστο, τα υγιή τεντωμένα προς το φως ακροδάχτυλα ενός ηττημένου σώματος που αργοπεθαίνει. Οχι τόσο από τα εχθρικά χτυπήματα, όσο από την ανικανότητά του να δημιουργήσει αντισώματα και να ορθοποδήσει. Πεθαίνει πνιγμένο στην αδιαφορία του, όπως κι αν τη βαφτίζει, με ό,τι κι αν τη ντύνει για να μην είναι εμφανής.
Ε, εσείς μικρόνοες που αναζητάτε δάφνες στη χαμέρπεια, εσείς αμφισβητίες που διυλίζετε κουνούπια και καταπίνετε καμήλες, τι άλλο ζητάτε, ποια σαφήνεια χωράει στις αόριστα διατυπωμένες, δυσνόητες κι ασαφείς μακρηγορήσεις σας; Εσείς που ούτε ως σκιές μπορείτε να σταθείτε δίπλα στους ελάχιστους, εσείς που δεν αντιμιλήσατε ποτέ ούτε στο βόμβο των κουνουπιών. Εσείς οι τακτοποιημένες ανησυχίες που περιδιαβαίνετε τους αγρούς και τους δρόμους μας, με τον ελεύθερο χρόνο να καθορίζει την ανεπαρκή δράση σας. Εσείς οι κριτές ως εκεί που δεν διασαλεύεται η ευταξία σας, οι κινηματικώς παρασιτούντες και παρασιτικώς κινηματίες, ερμηνευτές εξ ιδίων, ερμηνευτές αλλοτρίων κι αλλοτριωμένοι από την μεγαμηχανή της κατανάλωσης, της τηλεθέασης και της ψηφοδοσίας. Ω, εσείς οι των εξαρτημένων αντανακλαστικών.
Ο Δημήτρης Κουφοντίνας και ο Χρήστος Τσιγαρίδας είναι αυτό που πολλοί δεν μπορούν να κατανοήσουν και ως τέτοιο το πολεμούν, ως είθισται από αρχαιοτάτων χρόνων, ανεξαρτήτως βαθμού προοδευτικότητας. Γιατί παίζουν, παίζουν σε ταινίες μυθοπλασίας, σε άθλιους αγωνιστικούς χώρους δοσμένων αγώνων, στα κατά συνθήκη σικέ παιχνίδια, σ’ όλα όσα εκτυλίσσονται εκ του ασφαλούς και εκ του μακρόθεν. Ανυπόφορα εξαμβλώματα στη ράχη της τσαλαπατημένης περηφάνιας, σκιές που πρέπει να αποδράμουν μαζί με τον ιό της αυταπάτης και το καρκίνωμα της απάτης και της απανθρωπιάς, φράξιες, γκρουπούσκουλα, ομάδες κι άτομα που ρίχνουν νερό στον γερασμένο μύλο μιας επαναστατικότητας για την επαναστατικότητα, που δεν προσδοκά ν’ αλλάξει το παραμικρό. Γιατί δεν έχει άντερα αλλά μικροτσίπς, δεν έχει κότσια αλλά τηλεχειριστήρια, δεν έχει επιχειρήματα αλλά επιχειρήσεις.
Οι δύο αγωνιστές είναι μόνο το πρόσχημα του σήμερα για κάποιους και το άλλοθι για κάποιους άλλους. Χθες υπήρχαν άλλα, αύριο θα έρθουν νέα. Κι η πρακτική κάποιων θα παραμένει η ίδια εις τους αιώνες των αιώνων, αρκεί μόνο να καθυστερεί η μέρα της γενικής αποκατάστασης, η μέρα που «η εργατική τάξη θα πετάξει στα μούτρα των καπιταλιστών ένα χαρμάνι ταξικού μίσους, επαναστατικής βίας και ονείρου για την πανανθρώπινη ταξική απελευθέρωση» όπως πολύ ωραία γράφει ο σ. Γιώργης Γιανακέλλης στο προηγούμενο Κοντρόφυλλο.