Αγαπητά μου παιδιά
Φτάσαμε γι’ άλλη μια φορά «στα πέτρινα σκαλοπάτια του Αυγούστου», που λέει κι ο ποιητής. Στα σκαλοπάτια όπου φέτος (όπως και για πολλά χρόνια στο παρελθόν) ρέει το αδικοχυμένο αίμα των αθώων, στα μάρμαρα όπου καθρεφτίζεται η φρίκη των ανύποπτων παιδιών, στα κάγκελα με τα πετρωμένα χαμόγελα που στεγνώνουν στο ζόφο των καπνών. Στις λουστραρισμένες αγροικίες των αγροίκων.
Καθισμένοι αναπαυτικά στις παραλίες, ενημερωνόμαστε ασάλευτοι από τα απαστράπτοντα κουτιά του μεγάλου αδελφού κι από γκρίζες φυλλάδες που τις παίρνει ο αέρας και τις διαμελίζει πάνω στην άμμο. Κλείνουμε ράθυμα ραντεβού για τον Σεπτέμβρη, καθώς οι δικαστές εγείρονται κι αποσύρονται στην αθέατη πλευρά των προαποφασισθέντων. Αφήνουμε τα βλέφαρα να πέσουν βαριά κάτω από την ασθενική σκιά της ομπρέλας, καθώς τα παγάκια μας φράζουν το λαιμό και τα σκούρα, απορροφητικά γυαλιά σκοτεινιάζουν τα ταξικά μαγιό και παρεό, τόσο που να γίνεται δυσδιάκριτη η πολυχρωμία τους.
Το ακίνητο, απονεκρωμένο τοπίο που μέσα του αναπαύονται οι – ομοίως – απονεκρωμένες αισθήσεις μας, σαρώνεται από τη φωνή των αρχαίων αγαλμάτων και σημαδεύεται από τα ευδιάκριτα βήματά τους στην άμμο. Τα πετρωμένα παιδιά που έσπρωχναν με μόχθο τον τροχό της Ιστορίας προς άλλη κατεύθυνση, τώρα έγιναν ζωντανά αγάλματα που σημαδεύουν τις μέρες και στοιχειώνουν την ατέλειωτη νύχτα της πορείας προς την έξοδο, «που όλο την περιμένουμε κι όλο κινάει για να ‘ρθει». Οι φωνές των πέτρινων γιγάντων αρθρώνουν έναν λόγο πολιτικό, μαχητικό, οργισμένο, ενίοτε και σαρκαστικό. Κανένας Δημήτρης, κανένας Χριστόδουλος δεν είναι μόνος σ’ αυτή την ανολοκλήρωτη κι ανεκπλήρωτη πορεία προς το αδύνατο, που την καταπλάκωσε το αδιανόητο. Στην δική τους παραλία, τη ναρκοθετημένη από βατραχάνθρωπους, γουρουνάνθρωπους και κάθε λογής κτηνάνθρωπους. Από απάνθρωπους γενικώς, που τα δικά τους γυαλιά τους επιτρέπουν να ξεχωρίζουν με σαφήνεια τα ταξικά παρεό και μαγιό και να «καθορίζουν τη στάση μας στη ζωή από το στιλ της καρέκλας».
Οι γίγαντες υψώνουν τη φωνή τους, κάνοντας να σείονται οι θώκοι των δήθεν ατάραχων αρχόντων που τρέμουν ακόμα και πίσω από τις σιδερόφραχτες αυλές τους. Οι γίγαντες κάνουν σκόνη το χαρτοβασίλειο του ψεύδους, με τις λίγες κουβέντες τους γράφουν τόμους ιστορίας πίσω από τις κενές νοήματος φλυαρίες του ταξικού εχθρού, που νομοθετεί και νόμο δεν κρατεί.
Αν σωπάσουμε κι αφουγκραστούμε το κύμα και τον άνεμο, αν κλείσουμε τ’ αφτιά στις σειρήνες, θα δούμε τις ποδοπατημένες σημαίες ενός ολόκληρου κόσμου – του δικού μας κόσμου – ν’ ανεμίζουν πίσω από τις άθλιες οθόνες και τα κούφια εξώφυλλα που παρασέρνει ο αέρας. Θα δούμε τους γίγαντες να δίνουν την αδυσώπητη μάχη, πίσω από το απειλητικό δάχτυλο του θεσμικού εσμού που προσπαθεί να τους αποκρύψει από την παραπαίουσα κοινωνία. Θ’ ακούσουμε τον θόρυβο που κάνουν τα χαλκεία καθώς κονιορτοποιούνται και θα δούμε το θαύμα της αναγέννησης από τις στάχτες τους, πιστές στην ιστορία του φοίνικα που ποτέ δεν ξέχασαν, που ποτέ δεν ξεκαθαρίστηκε οριστικά από τούτο τον τόπο.
Αν σωπάσουμε, αν αφουγκραστούμε… Αναρωτιέμαι αν μπορούμε, έτσι καθώς οι φυλλάδες εξακολουθούν να σιωπούν και να εξανεμίζονται, καθώς οι σειρήνες συνεχίζουν να σφυρίζουν εκκωφαντικά, καθώς η αυτοκρατορία της εικόνας και του ψεύδους εξακολουθεί να απάγει το νου και τη σκέψη στη χέρσα γη του αποτρόπαιου, του νέου αιώνα. Καθισμένοι αναπαυτικά στις αναπηρικές ξαπλώστρες μας, ακολουθώντας την αγωγή του καφέ, του αλκοόλ και των μεζέδων στα παραλιακά θεραπευτήρια, αναρωτιέμαι αν μπορούμε να σηκώσουμε το κεφάλι και ν’ αντικρίσουμε κατάματα το του ηλίου φαεινότερο. Πιασμένοι στα δόκανα των λουτροπόλεων και στις ξόβεργες των ακτών, οι δραπέτες των μεγαλουπόλεων, κάνουμε ηλιοθεραπεία αποφεύγοντας την άλλη, την άκρως απαραίτητη θεραπεία που θα διώξει μακριά την κοινωνική λοίμωξη.
Σύντροφοι, αναγνώστες αυτής της καλοκαιρινής ιστορίας, λίγο πριν πάμε ν’ ανταμώσουμε με τις παχιές μύγες του μήνα που δεν υπάρχουν ειδήσεις, ελάτε γύρω από την μαγική μας φωτιά όπου χορεύουν τα ξωτικά που ευαγγελίζονται την ευλογημένη ανατροπή. «Συλλογιστείτε εκείνους που δεν δέχτηκαν ναυαγοσωστικά» που λέει – και πάλι – ο ποιητής και συνταχθείτε με τ’ αγάλματα των γιγάντων του καιρού μας. Κι ας είμαστε νάνοι, κι ας κάναμε νάνι τόσο καιρό.
Εχουμε κάτι πετρωμένους φίλους που μπορούν και μιλάνε ακόμα, ίσως καλύτερα κι απ’ ό,τι πριν. Κάτι φίλους που δεν είναι μόνοι, όσο κι αν κάποιοι από μας τους εγκαταλείπουν. Στα πέτρινα σκαλοπάτια του Αυγούστου, δεν θρηνούμε για το τέλος του καλοκαιριού μα γελάμε αγκαλιά με την γητεύτρα προοπτική του τέλους της προϊστορίας.
Τέλος Αγρας (πελατών)