Αγαπητά μου παιδιά
Μπορεί ο Λουκιανός (ποιος Κηλαηδόνης ρε;) από την πολύπαθη Συρία –πλην πολιτογραφημένος Ελλην κι αυτός– να έγραψε τους «νεκρικούς διαλόγους», όμως στο πέρασμα των αιώνων (ε, όνων) η ελληνίς λαϊκή μούσα κατέγραψε πλείστους όσους άλλους. Θα εστιάσουμε σήμερα στους μεσαιωνικούς τοιαύτους, μνημειώδεις διαλόγους μεταξύ ιπποτών ή ποτών και δεσποσύνων, βασιλιάδων και βασιλισσών, φεουδαρχών και δουλοπάροικων, κουλάκων και μουζίκων, ευγενών και πλεμπάγιας, λαού και Κολωνακίου.
Ενα από τα είδη των ήδη καταγεγραμμένων διά λόγων διαλόγων, είναι η Τ.Σ.Α.Κ. (Τρυφερή Συζυγική Αβρή Κρεβατομουρμούρα). Παρουσιάζουμε σε παγκόσμια αποκλειστικότητα ένα δείγμα που άπτεται –εμμέσως πλην σαφώς σα φως– του μεσαιωνικού πολιτικού πολιτισμού:
– Τρεις τούμπες κάνεις στη στιγμή και άλλες δυο κατόπι
Αλέξη μπας κι είσαι ζαβό ή απλά τους κοροϊδεύεις;
Στο τέλος θ’ αμφιβάλλουνε ακόμα κι οι δικοί σου
άξαφνα πάνω ανέβηκες, άξαφνα θα κατέβεις.
– Παγώνα και τρυγόνα μου, κάργια και περιστέρα
δίχως τις τούμπες είν’ κλειστός ο δρόμος για τον θώκο.
Πρέπει τη μια να λες αυτό και έπειτα εκείνο
και όταν σου την πέφτουνε, τότε να κάνεις μόκο.
Ενα άλλο είδος είναι ο ξενερωτικός διάλογος. Οπως μαρτυρούν τα δύο συνθετικά συνθετικά της λέξης (ξένοι και ερωτικός), πρόκειται για ερωτικό διάλογο μεταξύ δύο ξένων. Ιδού ένα δήγμα:
– Σιγά Αγγέλα, με πονάς. Και πρόσεχε το μάτι
κάλλιο αυτό να βγει όπως λέν’, παρά το όνομά σου.
– Antonis, πρώτα τ’ όνομα σου βγήκε. Ασ’ την πλάκα.
Θα σου ‘ρχομαι συνέχεια. Πονάει, μα ξέρω: αρέσει.
Οι διάλογοι όμως δεν περιορίζονται μόνο μεταξύ ετερόφυλων. Ούτε καν και αυτοί ακόμη οι ερωτικοί. Λαμπρό δείγμα εκείνοι που συγκεντρώθηκαν υπό τον τίτλο «ναζί κανείς ή να μυζεί;», ένα δείγμα των οποίων (ω, πύον!) είναι και το ακόλουθο βουκολικό:
– Μη σε ζορίζει η στενή, σίδερα μη φοβάσαι.
Ορθώσου, μη βαρυγκωμάς. Πονούν τα παλικάρια;
– Εσκισα πρώτα το καλσόν από τη λεβεντιά μου
και αν καρφώσω κι αλλουνούς, θα χάσω το κοπάδι μ’.
Λίγο αριστερότερα στον πίνακα που φιλοτέχνησε με βάση τους διαλόγους και ευρισκόμενος εις πανικό σε ισπανικό έδαφος ο λαϊκός ζωγράφος Ντομινίκ, διαβάζουμε:
– Και με τον αστυφύλακα και με τον χωροφύλαξ
δεν κάνεις επανάσταση, παρά μονάχα μπίζνες.
– Πού το ‘δες, πού τ’ αντάμωσες, ξεκάθαρα να λέω
πως θέλω επανάσταση; ‘Γω θέλω το γκουβέρνο.
Στη βάση του ίδιου πίνακα που προσομοιάζει με την κόλαση του Δάντη, τα τιμολόγια-παράδεισο του Πλούταρχου και το καθαρτήριο της τυφλής δικαιοσύνης, βλέπουμε να βυθίζεται –λόγω ασύλληπτου πλην περιττού βάρους– το πράσινο, βαλτώδες και μουχλιασμένο έρμα της κοινωνικοπολιτικής μυκητίασης που εμφανίστηκε στη δεκαετία του ’80, μαζί με το AIDS:
– Σαράντα χρόνια στήσιμο δεν έχει ματαγίνει
συγνώμη για το ραντεβού, καλή μου Ιστορία.
– Βρε δε γ@μιέσαι λέω ‘γω που θα σε συγχωρήσω
τα τελευταία σου είν’ αυτά κι απέ ο ήλιος σβήνει.
Τέλος, ας μείνουμε στον χώρο της οσμηρής αποσύνθεσης, παραθέτοντας τον διαζευκτικό διάλογο που κλείνει το σημερινό αφιέρωμα (αυτά μαζί με πολλά άλλα θα περιέχει το ντοκιμαντέρ που θα προβληθεί στη μεγάλη τεσσάρα Κωστή από τη ΔΝΤ, τη Δημόσια Νανουριστική Τηφλεόραση):
– Φώτη μου, πες πως μ’ αγαπάς. Πες πως δεν θα μ’ αφήσεις.
Ο λόγος σου συμβόλαιο, φημίζεσαι γι’ αυτόνε.
– Πάει καιρός που σ’ άφησα, εγώ είμαι γυρολόγος.
Και μη με ειρωνεύεσαι, εντάξει; Ηύρα άλλη.
Αδων εις, χορεύοντες όλοι