Αγαπητά μου παιδιά
Πάει το καλοκαίρι (καλώ Κέρι, τον αμέρικαν ΥπΕξ John εννοώ, να μας αποσαφηνίσει κάτι «ψιλά»). Μια εποχή κατά την οποία ο νους πυρακτώνεται και λειτουργεί σε υψηλές θερμοκρασίες και χαμηλές ταχύτητες (δηλαδή σε βραδύτητες, αφού εν προκειμένω ο όρος «ταχύτητα» είναι αντιφατικά οξύμωρος, αλλά οι γλωσσολόγοι είναι σφόδρα απασχολημένοι στην υπηρεσία της νέας τάξης και δεν ευκαιρούν για σκέψεις, έρευνες και επανορθώσεις). Αυτό τον κάνει βαθύτερο, σοφότερο, ανθεκτικότερο. Κι έτσι κατ’ άλλα βαίνει και καταλαβαίνει καλύτερα κάποια πράγματα. Τρανό παράδειγμα ο νους της λαϊκής μούσας: έκανε ένα τεράστιο βήμα και κατάλαβε ότι δεν μπορεί όλα να εξαντ- λούνται στον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο! Το παραδέχτηκε, άσχετα αν έχει φάει κόλλημα και επιμένει να asshole ίτε αποκλειστικά μ’ αυτόν. Σε αντίθεση με άλλους, που ούτε καν παραδέχονται τα προφανή κι επιμένουν στις ομφαλοσκοπήσεις τους, προτιμώντας να είναι διαιρεμένοι και δαρμένοι, παρά ταξικά συγκροτημένοι δίπλα στο συντροφικό χέρι – λιγότερο ή περισσότερο κατακόκκινο τι σημασία έχει αυτή την ώρα;
Anyway που λέει και το ίνδαλμα των Βενιζέλου και ΣυΡιζΑ, ο σκεπτικιστής πλανητάρχης ντε… Στο προτελευταίο προ-θερινό Κοντρόφυλλο (στην προηγούμενη στήλη, για να τιμήσουμε και το αρχαίο ρητό που λέει ότι «το λάκκων easy Nestea φίλος of in») είχαμε υποσχεθεί πως θα δημοσιοποιήσουμε την επιστημονική διατριβή διαπρεπούς συντρόφου –ακραιφνώς λεξιλάγνου και γλωσσοπλάστου– επί κάποιων ονομάτων. Κάθε στίχος απ’ όσους ακολουθούν, είναι αναγραμματισμός ενός συγκεκριμένου ονόματος. Κι έχουμε έξι από δαύτα, σε ισάριθμες ενότητες. Η στήλη ευχαριστεί de profundis και ιδού:
Ωσάν τρανή μασάς / σα Σατανάς, μωρή / σα σατανάς μηρών / μασωνήας άντρας / σωτήρας! (αν μασάν…) / αν τρως ή αν μασάς / άσσων ην ταραμάς / σαν… σαν… ωά μήτρας / ή σαν σ’ αρματώσαν / νήσσα αρματώσαν / στάνη σαμαρώσαν / σαν μωρά – σα νταής / σαν άρωμα στάνης.
Δια κάμαρα, αμήν / και μ’ άνδρα ΑΑ΄ μη / μμ… αρνάκια αδαή / μα καμία αδρανή / καμία αδρή μάνα / δράμα και η μάνα / μάνα και ρημάδα / και αμάν ρημάδα / αμήν κι αρμάδα / α!…μάραν’ η ικμάδα / α, κρίμα να μαδάη / μα κράδαινα Μάη / α Δάκρια Μάη / μα η αρμάδα νικά / και αδρανή μαμά / μάρκα μαδά η νια / μα…αδαήν μακριά / Δανή μα μακάρια / μη μαδά Κανάρια; / Α, νήμα δια μάρκα / μα, αμάν η καρδιά! / μακρά μανία άδη / άρμα Μανιαδάκη / αρμάδα Μαικήνα / η ακμάδα Αρμάνι / η ακμαία μ’ άνδρα / και μαμά ή άνδρα. Ααα… κ. Δραμαμίνη, να κράμα μ’ αηδία!
Τς, τς, σκατοοσμή ακινήτων / σκατοτσάτσος μη νικητών / μικτή νήσο σκατοτσάτσων / σκοτώνοντας μικτή αστής / όντας στοκ σκατών σημίτη / σαν το στοκ σκατών Σημίτη / τόκος σαν τιμητής σκατών / τιμή στάνης – τόκος σκατών / ΣΟΣ κοντά τιμητής σκατών / σκατά! Σμηνίτη σκότωστον! / σκατά, μη στήσω σκατό.
Α! Σιωπή γαμώ την δίψα σ’ / δίψασα γαμώ την σιωπή / ψήστα Αδωνι πισωγάμη / πίσω ψήστη δια να γαμώ / γαμώ πιστή δι ης ανάψω / ψήσω πιστή δια να γαμώ / νίψας ωδή, γαμάω πίστη / πώς ψήνω γαμίδια αστή / ας πω γαμίδια ως ψήστης / αν τη ψήσω, ας πω γαμίδι / δηψώ; Πίνω στα γαμήσια / ωδή Ψ΄: Πίνω στα γαμήσια.
Ενας τρόμπας-τούβλο / στενά ρόμπας, τούβλο / τρόμπας βαλές νότου / λύοντες τρόμπα ασβό / στέλουν τρόμπα ασβό / βρε, λάμα στον π…τσο / στον π…τσο, βρε μαλά… / τούβλο, αμνός πέτρας / του πατρός βλαμένος / άντρες σαν Του-Μπο-Βλο / πουτάνα μ’ βρες στόλο / ο τρόμπας-βαλές, ντου! / λάβρο στενό μπάτσου / βρε, μάστα στον πούλο / νομάς τουβλόπετρας / βρε, στοπ στον άμυαλο.
Σόι βλάχας, λιλί καημός / μιλάη σαχλοβασιλικός / λολοβασιλικιάς μάχης / λολοβασιλικιάς σχήμα / και μιλάς σ’ όχλο, Βασίλη / Βασίλη, όχι άλλος κιμάς / σχόλια σ’ άλκιμο Βασίλη / βασιλικοί: Σχήμα λόλας / χάλι σάλιο σ’ ημίκαβλο όχλοι: Αλλης βίας κιμάς / η βάσις: Οχλος κι άμιλλα / βολικά άσχημος, σα λιλί / σχολή ομιλίας σα κ@βλί / ιός χολής μιλά σα κ@βλί.