Αγαπητά μου παιδια
Σήμερα (τρεις του Σεπτέμβρη, μεγάλοι οι χάροι του) η κυρία στα κάστρα της παραπαιδείας που δεν σταμα- τούν ποτέ τη λειτουργία τους, μας έβαλε έκθεση με θέμα «Πώς πέρασα το καλοκαίρι μου» και –όχι να περηφανευτώ γιατί εμένα δεν μου αρέσει να μιλώ εγώ για τον εαυτό μου (αντιγράφω ατάκες από σταρ πρωινάδικων)– έγραψα την καλύτερη. Ομως, πρώτη αναδείχθηκε αυτή του Κωστάκη που ο μπαμπάς του είναι αστυνόμος και είχε πει στην κυρία ότι αν δεν τη βραβεύσει θα της στείλει τη Χρυσή Αυγή. Ετσι ο Κωστάκης κέρδισε ένα από τα χιλιάδες παράνομα διατιθέμενα είδη του σχολικού κυλικείου μας, που θα παραλάβει αμέσως μετά τον αγιασμό. Είδη με τα οποία όλα τα Μουμουέ που σέβονται τον εαυτό τους ασχολούνται τον Σεπτέμβριο και κανένα από κει και πέρα ως τον Ιούνιο…
Να και η έκθεση του Κωστάκη, χωρίς διορθώσεις:
Εγό φέτος το καλοκέρι πείγα στο Νεύρο, εκεί κοντά στην πυνέζα του χάρτη που έχουμαι στην τάξη. Δεν είθελα να πάο αλλά μετά από ένα πεδαγογικό χέρι ξήλο από την οικογενιακή απαρτήα (μαμά, μπαμπάς, πα- πούς και γιαγιά) πήστηκα. Στο δρόμο η μαμά μου εξύγησε ότι πάμε στη θεία Ασπασήα που θα μας φυλοξενήσει γιατί αλλιώς δεν μπορούμε να πάμε πουθενά με τον μισθό της (ο μπαμπάς είνε άνεργος). Φισηκά πήγαμαι με το τρένω (τόρα πια ηπάρχει ένα δρομωλόγιο κάθε βδωμάδα) γιατή ένα λήτρο βενζίνι κωστίζη όσο μια εξάδα νερά από το σούπερ μάρκετ. Χόρια τα διώδια, όπος λαίυ ο μπαμπάς, που σηνιθύζη να ταξιδέβη όταν κάτοι αναρχυκή ανήγουν τις μπάρες.
Μου άρεσε πολλή εκεί στο Νεύρο. Κι ας λένε ότι είνε μέρος που στέλνουν τους κακούς και τους ανεπυθήμιτους, αφού πρώτα τους προηδοποιύσουν ότι «θα σε στύλο στο Νεύρο». Ηδικά όταν πύρε φωτιά, ήταν απόλαφση να πηγένω με τον μπαμπά στο καφενοίο και να τον βλέπω να μαλόνει με όλους, προτήνοντας τι πρέπη να γήνει και αναλήωντας τα πάντα.
Αυτό που μου έκανε εντίποση και θα το δόσω και για εκτήποση μέσα από φοτογραφείες που τράβυξα, ήταν τα ζαρζαβατηκά. Πρότη φωρά έτρογα τέτηες ντωμάτες, τέτηα αγκουράκηα, μελητζάνες, πειπερυές, κρεμήδια και άλα. Η γέφση τους ήταν τελοίος διαφωρετηκί από αυτά που αγωράζουμαι στην Αθήνα. Ο μπαμπάς ήπε ότι είνε υκωλογικά, η θεία Ασπασήα ήπε κάτι για βιωλογηκή καλιέργυα κι έτσι άρχησε άλος ένας καβγάς που πολλοί τον εφχαρηστύθικα. Εχη πολύ πλάκα να ακούς τη θεία Ασπασήα, την οπύα ο μπαμπάς αποκαλή αντιδραστηκιά επηδή ψηφήζη Νέα Δειμοκρατήα. Ωμος όλη στο Νεύρο τέτηοι είνε κε ο μπαμπάς τους λέει φασήστες και εθνηκιστές.
Φησικά οίδαμε και πολύ τυλεόραση, σχεδών όλοι τη μέρα βλέπαμε όπος και στην Αθήνα. Μάθαμε όλοι την αλίθηα για το νωμοσχέδιο για την πεδία, για την ποροία του δίκτυ τειμόν της Σωφοκλαίους και των διεθνόν χρυματηστιρύον, για πόσους πνιγώτανε κάθε μέρα και για το πού έκανε διακωπαίς κάθε επόνημος πωλητικός ή σταρ. Διστηχός δεν μάθαμε πού παραθαίρησαν οι αγανακτησμένη, αλά ηπάρχουν και παράπλεβρες απόλυες. Εκήνο που με σιγκύνοισε πολλή ήταν η αναφωρά της Ανας Διαμαντωπούλου στον ΛαΟΣ και στον Αδονυ Γεοργιάδη και το αντίδορο του Ασταίριου Ρωντούλει στην ιππουργό Παιδιάς. Δάκρησε από σιγκύνιση μέχρι και η θεία Ασπασήα, που σηνύθος ακούη ΠαΣοΚ και γίνετε έξαλι και βλαστιμάοι και βρύζι και φτείνει τον κώρφο της. Εκή ακρυβός άκουσα τον μπαμπά να λαίυ μια πολλή κακιά σήνθετη λέξη, αλλά δεν τη γράφο για να μην πάρο αποβωλή.
Εντάξη, δεν κάναμε μπάνηα και δεν ξαίρο πώς θα δικεολογυθώ στους φήλους μου, αλλά εμένα μου άραισε πολλή εκή στο Νεύρο. Ηδα τα σίνορα, ήδα κουνούπηα μεγάλα σαν εληκώπτερα Σηνούκ, ήδα πολά σπάνηα ήδη πουλιόν και λαθρωμεταναστόν, δύω κατιγορήες προσφυλόν θυραμάτον για πολλούς στην περηωχή. Ηδα επύσις και τον προθιππουργό που είρθε να δη τους καπνούς από τη φοτιά (από την ήδια απώσταση που τους βλέπαμαι κι εμής) και ήπε ότι οίμαστε σε μάχη. Γενηκά ήταν ένα ορέο και δυασκεδαστοικό καλοκέρι και όλη γιρήσαμε σιγκυνιμένη στην Αθήνα. Ακώμα και η αδερφί μου που ξέχασα να πο ότι πλυρόσαμε εισητύρια και την πύραμε κι αυτί μαζή μας.
Και τόρα, καλεί χρωνιά στο νέω σχολύω όπος μας ήπαν ότι λέγετε πια…
Γιωργάκης Κουμπούρας