Αγαπητά μου παιδιά
Τα μπάνια του λαού μπορεί να έχουν ξεκινήσει, ωστόσο η επικαιρότητα δεν παύει να απασχολεί σύσσωμο το αδέσμευτο έθνος που προστρέχει στην ελευθεροτυπία των real νέων για να εξημερωθεί, καθώς πίνει τον espresso του καθισμένο αναπαυτικά και με θέα τις θάλασσες και τις θάλλουσες κορμοστασιές των καλίπυγων που παρελαύνουν (γι’ αυτό μερικές κουφάλες δεν έχουν πάρει ακόμη σαφή θέση στο ζήτημα της κατάργησης των παρελάσεων).
Ass φαλλός, το μείζον και μυζών και μιζών ζήτημα της βδομάδας που πέρασε ήταν η επίσκεψη της άλλοτε πρώτης συζύγου και νυν αντιστρέφουσας τους ρόλους στον Λευκό Οίκο. Ητις ξεπέρασε τις αγκυλώσεις του τύπου “για ένα πουκάμισο αδειανό, για ένα φόρεμα λεκιασμένο, για μια Ελένη, για μια Μόνικα ή για μια φυσαρμόνικα” και ήρθε κρατώντας κλάδο ελαίας και ελέους. Ηρθε στην αποικία, που ο θεός να μας κόβει μονάδες από τους δείκτες και να τις δίνει στη Χείλαρη και που να μη γίνει ποτέ ξεχείλαρη ή παχύλαρη.
Το γεγονός δεν ήταν δυνατό να ξεφύγει από την προσοχή του παντεπότη οφθαλμού της λαϊκής μούσας, αν και ο τελευταίος τις τελευταίες μέρες βρίσκεται σε αγωγή, παίρνοντας μια σειρά ιαματικά οφθαλμόλουτρα που του συνέστησε (του οφθαλμού) ο ιατρός των μουσών και των μουσώνων του αρχιπελάγους. Ανοίγοντας λοιπόν τους α- σκούς του εώλου, η μούσα -μουσάτη και επιρρεπής στα γενετήσια και στα yen ετήσια ένστικτα καθώς είναι- ανέκραξε:
Καλήν ημέρα χείλαρη, αν είναι ορισμός σου
I wonder if wonder bra is ο στηθόδεσμός σου.
Εμείς σ’τον αγοράσαμε μαζί με όλα τ’ άλλα
και τώρα πάει, μπήκαμε σε βάσανα μεγάλα
με γάλα σαν και τα μαστάρια μίας αγελάδας
είναι τα δυστυχήματα της άμοιρης Ελλάδας.
Ομως, εκτός από μουσάτη η μούσα, είναι ενίοτε και μουσίτσα. Και κάνει συνειρμούς που αγκαλιάζουν κι εκείνους που αθέατοι κάνουν πως κινούν τα νήματα, ενώ όλοι το ξέρουν πια πως είναι μαριονέτες. Κι είναι τα δικά τους νήματα αυτά που κινούνται πάνω από μνήματα, σ’ ένα σκοτεινό και γκροτέσκο σκηνικό που ούτε υποψιάζονται, νομίζοντας πως θα τη βγάλουν φτηνά, μονάχα με τη σιελόρροια των ουρανών…
Χείλαρη, τι τον έστειλες εκείνον στο Ελλάντα
που έφυγε πισώπορτα απ’ την κηδεία του Σάντα;
Εκείνον ντε που δεν μπορεί ν’ αρθρώσει μία λέξη
και βάζει τα μαντρόσκυλα να βρίζουν τον Αλέξη
και την Αλέκα εν χορώ. Αυτόν λέω, τον έτσι
που κινδυνεύει να γενεί κρέας εις το γιουβέτσι
και ούτε που φαντάζεται πόσο θα το πληρώσει
αυτό που τώρα «άνετα» πάει να ολοκληρώσει…
Η χείλαρη όμως κάνει τη δουλειά της χωρίς να νιάζεται για τη λαϊκή μούσα, τις προ-φυτείες και τα λόγια του αέρα. Και ως γνωστόν, καμία δουλειά δεν είναι ντροπή. Ούτε καν αυτή που κάνει η μούσα, ασχολούμενη με κάθε καρυδιάς καρύδι. Αρχή δει και άπαντα λελυμένα (δηλαδή αν υπάρχει αρχή-εξουσία, όλα είναι οκέι, εις την νεοελληνική). Αρχή δει λοιπόν και αρχή δια περαιτέρω σκέψη όσα καταγράφει η μούσα.
Και δε μου λες ρε χείλαρη, ξέρεις για τη Μαρία;
Για την Αντουανέτα λέω. Διάβασες ιστορία;
Και συ ρε φιόγκο του πα(τ)σά που ‘χεις εννιά του μήνα
καμιά παρόλα άκουσες περί τη γκιλοτίνα;
Για σίμωσε και κάθισε, στον πλάτανο ακούμπα
και πες μου: υπάρχει διαφυγή αν έρθουν όλα τούμπα;
Την έψαξες; Το σκέφτηκες ή είσαι σε νιρβάνα;
Μη σου ‘ρθει κατακέφαλα της ιστορίας η μάνα
-άλλοι την είπανε μαμή- και φας καμιά παπάρα
γιατί, αν θυμάσαι, από παλιά τα έκανες μαντάρα.
Κι αφού μαζί τα φάγαμε -για κοίτα κάτι μούτρα!-
περίμενε λογαριασμό. Δεν θα τη βγάλεις κούτρα.
Οι ιθαγενείς πληρώσανε, baby, σειρά σας τώρα
έβαλα υπενθύμιση, για όταν έρθει η ώρα…
Hill Αρη πλύν’ τον