Αγαπητά μου παιδιά
Αναμφίβολα ζούμε εποχές κοσμογονίας, με τα μέσα μαζικής εξημέρωσης (ΜεΜΕ) να τρέχουν μπροστά (τακτική Γκαργκανομίχαλων και λοιπών κονίκλων) και τα συμβάντα να ακολουθούν, σε αντίθεση με ό,τι γινόταν στον φθαρμένο και ξεπερασμένο κόσμο του χθες. Από τις ανοίκειες οικίες του, το σώμα των καταναλωτών της ελληνικής και παγκόσμιας καπιταληστρικής αγοράς (η οποία προήλθε από συνενώσεις πρώην χωρών, όπως οι περιφέρειες που προκύπτουν από συνενώσεις νομαρχιών στον «Καλλικράτη» ένα πράμα), παρακολουθεί άλλοτε αδιαφορώντας, άλλοτε με αδιαφορία και άλλοτε αδιάφορα τις εξελίξεις.
Δεν σας κρύβω ότι παραλίγο θα καθόμουν στο σπίτι –όσο υπάρχει ακόμα– να βλέπω τι μακρύ κατέθεσε ο ένας και τι κοντό ο άλλος. Ομως, αφ’ ενός επειδή δεν βλέπω εδώ και χρόνια (εκτός κι αν φτάσαμε στο αξιωματικώς αποδεκτό ότι όποιος δεν έχει τηφλεόραση, μπορεί να ισχυριστεί πως έχει όραση) και αφ’ ετέρου επειδή σκέφτηκα το λίαν επίκαιρο «δεν θα χάσω τα προνόμια για ένα κωλόσπιτο», βγήκα στο μεϊντάνι (meydan τουρκιστί, κάτι σαν αγορά βαρβαριστί, τουλάχιστον για τους προχωρημένους και τους οραματιστές της… ανάπτυξης).
Το γεγονός του τελευταίου δεκαημέρου (εκφράζω αντικειμενική και υποκειμενική άποψη και καθίστε αναπαυτικά γιατί θα εκφράσω και επιστημονική τοιαύτη) είναι αναμφίβολα η σχάση του συνωστισμού της αριστεράς, της οικωλογίας και των κουνημάτων (το μουντιάλ εξαιρείται, άει στο μουντιάολο μη γίνει της Κορέας). «Προς τι η απαξίωση», θα σπεύσουν να επιτεθούν πολλοί στην ανορθογραφία μας και άγνοια των ορθών ονομασιών, αλλά δεν υπάρχει καιρός για χάσιμο, ειδικά για μια σαρκαζόμενη και αυτοσαρκαζόμενη στήλη. Και για του λόγου το άλλη θες, ας ξεσκονίσουμε τις επί της φυσικής γνώσεις μας, μετερχόμενοι επιταγές (ακάλυπτες) της Διά Βίας Πάθησης: Πυρηνική σχάση ονομάζεται η διαδικασία κατά την οποία ένας ασταθής ατομικός πυρήνας χωρίζεται (σχάται) σε δυο ή περισσότερους μικρότερους πυρήνες και σε μερικά παραπροϊόντα σωμάτια (όπως νετρόνια). Τα νετρόνια (και εδώ είναι που πρέπει να προσέξουν μερικοί) μπο-ρούν να προκαλέσουν περαιτέρω σχάσεις δημιουργώντας έτσι μια αυτοσυντηρούμενη αλυσιδωτή αντίδραση. Τίποτε άλλο προς το παρόν, παρά μόνο η προσφυγή όχι στις κάλπες όπως αρέσκονται πολλοί, αλλά στη δημοτική μούσα:
(μοιρολογίστρες)
Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη
την κύρια συνιστώσα σου, την πολυαγαπημένη.
Την είχες δεκαοχτώ χρονών, απ’ το ενενήντα δύο
στους δρόμους την εχτένιζες, την έλουζες στις στράτες
με κόρνες και με πίπιζες την έβγαζες σεργιάνι
και τώρα την αντάμωσε τούτη η μαύρη ώρα…
Αλί στους ανανεωτές, ανάθεμα στο Φώτη
που το πολυσυλλεκτικό διακόρευσε κοράσι
και στο Θανάση ανάθεμα, στον Νίκο, στον Γρηγόρη
στους τέσσερις που φύγανε, μα και σε όσους μείναν’…
(χορός)
Η ψήφος θέλει φρόνηση, θέλει καπατσοσύνη
γιατί το τρία στα εκατό πηδάει στο δεκάξι
μα ξαναπέφτει στο γκρεμό, πιο κάτω κι απ’ το ΛαΟΣ
κι έπειτα μηδενίζεται και πάνε σπίτι όλοι
όπως αποστρατεύτηκαν μιλιούνια μέχρι τώρα
κι έμεινε η επάρατος και ο λαός ξεχνάει…
(χώρος)
Εβγάτε αγόρια στο χορό, κορίτσια στα τραγούδια
βάψτε τις μούρες κόκκινες, πάρτε και τα νταούλια
πέστε και τραγουδήσετε πως πιάνεται η ψήφος:
Από την τσέπη πιάνεται, στη θέση κατεβαίνει
μηχανικοί, καθηγητές, γιατροί και δικηγόροι
την κόρη στελεχώνουνε τη χιλιοπαινεμένη
γύρω κάτι ξιπόλητοι, φερέλπιδες ωστόσο
που αναγκαιούν ως άλλοθι και βουρ για την Ευρώπη.
(ρεύματα)
Του Φώτη μήλο του ‘στειλα και μου ‘δωσε φαρμάκι
κείνος το μήλο το ‘φαγε, γω το φαρμάκι το ‘χω
και λέω να φαρμακωθώ, σαν έρθει η μαύρη ώρα
που θα μετράω τα κουκιά κλαίγοντας και θρηνώντας…
(συνωστισμός θνήσκων καθώς τα σμπάρα –τέσσερα τρυγόνια καθ’ έκαστο– περνούν σύρριζα)
Ποιος έχει πέτρινη καρδιά, θέλω να μη ραΐσει
να ειπώ τραγούδι θλιβερό και παραπονεμένο.
Ηλιε μου και τρισήλιε μου και κοσμογυριστή μου
διαλύεται η λυγερή, η ακριβοθυγατέρα
κι άλλος προς ήλιο πράσινο –λένε– αλληθωρίζει
κι ένας τραβάει από δω και από κει ο τρίτος…
Τι να πεις –μος