Villas miseria
«Μέσα σε κάθε χώρα, η εισβολή χεριών που προέρχονται από τις άκληρες ζώνες είναι πολύ μεγάλη. Οι πόλεις εξάπτουν και διαψεύδουν τις προσδοκίες για δουλειά ολόκληρων οικογενειών που τις τράβηξε η λαχτάρα ν` ανυψώσουν το επίπεδο ζωής τους και να δημιουργήσουν μια θέση στο μαγικό τσίρκο του πολιτισμού των αστικών κέντρων. Μια κυλιόμενη μηχανική σκάλα μπορεί να φανεί ότι οδηγεί στον παράδεισο, μα ό,τι θαμπώνει τα μάτια δεν τρέφει κιόλας; Η πόλη κάνει τους φτωχούς φτωχότερους, επειδή απλώνει μπροστά τους σπάταλα και σκληρά ανταύγειες από πλούτη που δεν θ` αποκτήσουν ποτέ. Αντίθετα τους αρνείται μια σταθερή απασχόληση, μια φιλόξενη στέγη για να προφυλαχθούν και πιάτα γεμάτα όταν πεινούν. Τα Ενωμένα Εθνη έχουν κάνει την εκτίμηση, ότι τουλάχιστον το ένα τέταρτο του πληθυσμού των λατινο-αμερικάνικων πόλεων κατοικεί σε χώρους που δεν τηρούν ούτε τις στοιχειώδεις νόρμες κατασκευής ενός σπιτιού αστικού κέντρου, πολυτελής ευφημισμός των τεχνικών για να χαρακτηρίσουν τις τρώγλες εκείνες που ονομάζονται favelas στο Ρίο, callampas στο Σαντιάγο, jacales στο Μεξικό, barrios στο Καράκας, barriadas στη Λίμα, villas miseria στο Μπουένος Αιρες και cantegriles στο Μοντεβιδέο. Μέσα στις αχυροκαλύβες, τα ξύλινα και τσίγκινα υπόστεγα που ξεπηδούν κάθε μέρα γύρω από τις πόλεις, στοιβάζεται ο περιθωριακός πληθυσμός που εξωθείται προς αυτές από την εξαθλίωση και την ελπίδα…
Στο Καράκας τους ονομάζουν toderos, γιατί κάνουν τα πάντα: οι περιθωριακοί ζουν από τις changas (αγγαρίες), μασουλίζοντας με απληστία τα ψιχία της περιστασιακής δουλειάς, κάνοντας αποτρόπαια ή απαγορευμένα πράγματα. Γίνονται υπηρέτες, λατόμοι, οικοδόμοι, ηλεκτρολόγοι, σιδηρουργοί ή μπογιατζήδες σε ευκαιριακές οικοδομές, φύλακες αυτοκινήτων, πωλητές λεμονάδας ή οτιδήποτε άλλο. Γίνονται ακόμα ζητιάνοι ή κλέφτες απλώνοντας τα ευλύγιστα χέρια τους παντού όπου μπορούν ν` αρπάξουν μια ευκαιρία. Οι πρωτόγονες κατασκηνώσεις στεγάζουν ένα πλήθος κουρελιάρηδων. Στο μεταξύ το σύστημα φροντίζει να κρύβει τα σκουπίδια του κάτω από ένα χαλί.”Σκουπίζει” με πυροβολισμούς τις favelas των λόφων και τις villas miseria της ομοσπονδιακής πρωτεύουσας. Εξωθούν κατά χιλάδες τους περιθωριακούς μακριά από τα βλέμματα. Το Ρίο ντε Τζανέιρο και το Μπουένος Αιρες αποκρύβουν το θέαμα της εξαθλίωσης που γεννά το σύστημα: σε λίγο, δεν θα βλέπεις πια παρά μόνον το αναμάσημα της ευμάρειας και όχι τα περιττώματά της μέσα σ` αυτές τις πόλεις όπου κατασπαταλιέται ο πλούτος που δημιούργησαν μαζί η Βραζιλία και η Αργεντινή».
Εδουάρδο Γκαλεάνο
Οι ανοιχτές φλέβες της Λατινικής Αμερικής
(οποιαδήποτε ομοιότητα με καταστάσεις στα καθ’ ημάς είναι… συμπτωματική)
♦ Η τεχνική των εκλογών (1)
Οι αστικές κοινοβουλευτικές εκλογές εδώ και χρόνια έχουν πάψει να είναι υπόθεση της πολιτικής (δηλαδή της σχέσης μεταξύ πολιτικών κομμάτων και κοινωνίας) και έχει γίνει υπόθεση της επικοινωνίας, δηλαδή της διαφήμισης. Οι ψηφοφόροι δεν αντιμετωπίζονται ως μια κρίσιμη μάζα, τα ταξικά αιτήματα της οποίας πρέπει να βρουν την –προσωρινή έστω– αντανάκλασή τους στα προγράμματα των κομμάτων, αλλά ως πελάτες που πρέπει να προσελκυστούν να προτιμήσουν το συγκεκριμένο προϊόν-κόμμα. Οι τεχνικοί της επικοινωνίας καλούνται να διαμορφώσουν τα εργαλεία που θα πετύχουν αυτό το στόχο. Αυτοί επιλέγουν και τα κεντρικά συνθήματα, τα οποία εισηγούνται στις κομματικές ηγεσίες, όπως ακριβώς ένας διαφημιστής προτείνει το περιεχόμενο της διαφημιστικής καμπάνιας στον πελάτη καπιταλιστή.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, δεν είναι δύσκολο να διακρίνουμε γιατί το ΠΑΣΟΚ επέλεξε το «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» ως ένα από τα κεντρικά του σλόγκαν γι’ αυτή την προεκλογική περίοδο και μάλιστα ως σλόγκαν που θα εκφωνείται κυρίως από τον αρχηγό του. Ο σοσιαλισμός ήταν την περασμένη δεκαετία ένας όρος που όλα τα αστικά επιτελεία είχαν φροντίσει να απαξιώσουν. Ιδιαί-τερα τα σοσιαλδημοκρατικά, που έλκονταν από τις ιδέες του νεοφιλελευθερισμού εξίσου με τα συντηρητικά και προτιμούσαν όρους όπως «οικονομία της αγοράς», «τρίτος δρόμος» κ.λπ. Ομως, πλέον συκοφαντημένα είναι τα ιδεολογήματα που είχαν επιλέξει. Τα βιβλία του Μαρξ γίνονται μπεστ σέλερ στα ευρωπαϊκά και αμερικάνικα βιβλιοπωλεία. Η σοσιαλδημοκρατία, λοιπόν, που φιλοδοξεί να ξαναγίνει κυρίαρχη στα ευρωπαϊκά πολιτικά πράγματα, επιστρέφει σ’ ένα «προϊόν» που ξαναγίνεται της μόδας, επιχειρώντας να φορτώσει τις ευθύνες για τη βαρβαρότητα που φέρνει η κρίση στους συντηρητικούς και να αποσείσει τις δικές της. Ξαναζεσταίνει την ξινισμένη σούπα του δικού της «σοσιαλισμού», για να εμποδίσει την κίνηση των εργαζόμενων μαζών προς τον πραγματικό σοσιαλισμό, τον επιστημονικό σοσιαλισμό.
♦ Η τεχνική των εκλογών (2)
Δεν είναι επίσης δύσκολο να διακρίνουμε τη σκοπιμότητα πίσω από την επιλογή της ΝΔ να χτυπήσει αυτό το σύνθημα, κατηγορώντας τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ ως υβριστή. Η ΝΔ είναι κυβέρνηση, επομένως χρεώνεται τα πάντα. Εξαιτίας αυτής της εγγενούς αδυναμίας, η ΝΔ εμφανίζει εξαιρετικά χαμηλή συσπείρωση των ίδιων των οπαδών της, όπως φαίνεται σε όλες τις δημοσκοπήσεις (και σίγουρα θα φαίνεται καλύτερα στις κρυφές δημοσκοπήσεις που παραγγέλλουν τα ίδια τα κόμματα). Πώς μπορεί να ανεβάσει λίγο τη συσπείρωση; Μόνο αν καλλιεργήσει στο παραδοσιακό δεξιό ακροατήριο το σύνδρομο της προσβολής εκ μέρους του ΠΑΣΟΚ: «Σας βρίζει, σας λέει βάρβαρους». Η προσέγγιση είναι εντελώς απολίτικη, ευελπιστούν όμως ότι μπορεί να πιάσει. Το πόσο θα το γνωρίζουμε τελικά το βράδυ της 7ης Ιούνη, όμως οι μέχρι στιγμής δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι δεν πιάνει, όπως δεν πιάνει και το κεντρικό διαφημιστικό σλόγκαν του ΠΑΣΟΚ.
♦ Ποια αποχή φοβούνται;
«Δεν θεωρούμε καθόλου τυχαίο ότι, κυριολεκτικά, γίνεται προσπάθεια αυτού που λέμε, εξωραϊσμού και ωραιοποίησης της αποχής», δήλωσε προ ημερών η Παπαρήγα. Θυμηθήκαμε τη δήλωσή της καθώς είδαμε τα πρώτα διαφημιστικά τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά σποτάκια ενάντια στην αποχή, που τα πληρώνει το υπουργείο Εσωτερικών, το οποίο διέθεσε άφθονα κονδύλια γι’ αυτή την καμπάνα. Αρα, ακολουθώντας τη σκέψη της Αλέκας, κάποιοι άλλοι καταβάλλουν προσπάθειες να ενισχύσουν την αποχή (ποιοι άραγε;) και η καλή μας κυβέρνηση προσπαθεί να τους σταματήσει με τα σποτάκια της. Εκτός αν τα κυβερνητικά σποτ (όπως και η ανάλογη χρυσοπληρωμένη καμπάνια του Ευρωπαϊκού Κοινοβούλιου) είναι μέρος ενός σχεδίου. Δηλαδή, να μιλούν ενάντια στην αποχή η κυβέρνηση της ΝΔ και το ευρωκοινοβούλιο, για να τα πάρουν στο κρανίο οι ψηφοφόροι και να απόσχουν! Από τους ιντριγκολόγους του Περισσού όλα περιμένουμε να τ’ ακούσουμε.
Για να το σοβαρέψουμε, όμως, άλλη αποχή είναι αυτή που φοβάται ο Περισσός: όχι την αποχή της αδιαφορίας, από την οποία ψήφους θα χάσουν κυρίως η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ (γι’ αυτό και η κυβέρνηση ρίχνει λεφτά για καμπάνια ενάντια στην αποχή), αλλά τη συνειδητή αποχή-πολιτική πράξη από αριστερούς ανθρώπους, που θα θεωρήσουν ότι δεν έχουν καμιά θέση σ’ αυτή τη φάρσα του κοινοβουλευτικού κρετινισμού, που είναι εντελώς ξένη προς τις αγωνίες, τις αναζητήσεις και τους αγώνες τους.
ΥΓ: «Δεν πρόκειται να μετρήσει η μη ψήφος. Μετράει η ψήφος. Δε μετράει η μη ψήφος», επανέλαβε τη Δευτέρα η Παπαρήγα, στη διακαναλική συνέντευξή της, «Θα γυρίσει μπούμερανγκ η αποχή, ενώ μπορεί η συμμετοχή να κάνει τη διαφορά, που εμείς λέμε ότι έχει σχέση με το ύψος των ψήφων και του ποσοστού του ΚΚΕ», συμπλήρωσε με πάθος! Τελικά, η συνειδητή-αγωνιστική αποχή είναι ο μεγαλύτερος εχθρός του Περισσού.
♦ Ο πραγματικός φόβος
Ας δούμε και μια ενδιαφέρουσα άποψη αρθρογράφου για την αποχή, που αποκαλύπτει τον πραγματικό φόβο των αστών, αυτόν που τους οδηγεί να κάνουν καμπάνιες κατά της αποχής:
«Τα μεγαλύτερα ποσοστά αποχής, σύμφωνα με τις μετρήσεις, συγκεντρώνονται στις ηλικίες 18-24 και 24-35. Είναι οι νέοι άνθρωποι, δηλαδή, οι παραγωγικές ηλικίες. Εκείνοι που βρίσκονται αντιμέτωποι με τα μεγαλύτερα πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά αδιέξοδα λένε ότι δεν ενδιαφέρονται να ψηφίσουν. Η αποχή τους και η απογοήτευσή τους από τα κοινά, τα κόμματα, τους θε-σμούς είναι η σκληρή πραγματικότητα. Το τριήμερο του Αγίου Πνεύματος είναι η δικαιολογία. Και οι “προβληματισμένοι”, είτε είναι βουλευτές είτε τηλεοπτικοί αστέρες είτε γενικώς… αναλυτές, σχεδόν επαινούν ή τουλάχιστον δικαιολογούν την αποχή. Με την αποχή τα προβλήματα δεν λύνονται, αλλά διογκώνονται. Η αποχή δεν είναι πράξη ενάντια στο κατεστημένο, όπως διαφημίζεται. Αντιθέτως, η αποχή –-όπως και η τυφλή βία το τρέφει» (Γ. Καμπουράκης, στον Ελεύθερο Τύπο).
Να λοιπόν ποιος είναι ο πραγματικός φόβος. Η αποχή που οδηγεί έξω από τα διάφορα θεσμικά μαντριά του συστήματος. Η αποχή που μπορεί να τροφοδοτήσει ρεύματα «τυφλής βίας», δηλαδή εξεγερτικά φαινόμενα, όπως αυτά του περασμένου Δεκέμβρη.
♦ Σιωνιστικό απαρτχάιντ
Το υπουργικό συμβούλιο του Ισραήλ ενέκρινε νομοσχέδιο που πρότεινε το ακροδεξιό «Ισραελ Μπεϊτένιου», το κόμμα του υπουργού Εξωτερικών Αβιγκντορ Λίμπερμαν, το οποίο προβλέπει απαγόρευση όλων των επετειακών εκδηλώσεων για τη Νάκμπα (Καταστροφή), την επέτειο της εκδίωξης περισσότερων από 700.000 Παλαιστίνιων από τη γη και τις εστίες τους, το 1948, όταν ιδρύθηκε το κράτος του Ισραήλ. Το νομοσχέδιο προβλέπει ποινή φυλάκισης έως και τρία χρόνια για όσους συμμετέχουν σε τέτοιες εκδηλώσεις και θα πάει για ψήφιση στην Κνεσέτ (Βουλή του Ισραήλ) την επόμενη εβδομάδα.
Πρόκειται για ρατσιστικό νόμο, σαν αυτούς που ψήφιζε το καθεστώς του απρτχάιντ της Νότιας Αφρικής. Οι 1.200.000 Παλαιστίνιοι που ζουν εντός της επικράτειας του σιωνιστικού μορφώματος στερούνται ένα βασικό δικαίωμα, αυτό του συνέρχεσθαι. Ομως, οι ρινόκεροι της Δύσης δεν συγκινούνται καθόλου από τέτοιες… λεπτομέρειες.
♦ Χάπενινγκ
Δε λέμε, έξυπνο και πετυχημένο το χάπενινγκ που έστησε η συνδικαλιστική γραφειοκρατία του Περισσού, αποκλείοντας το ξενοδοχείο και εμποδίζοντας την Πετραλιά και τους «κοινωνικούς εταίρους» να οργανώσουν εκεί τη φιέστα υπογραφής της «προγραμματικής συμφωνίας», με την οποία ΓΣΕΕ και εργοδοτικές οργανώσεις θα διαχειριστούν κατά το δοκούν (κοινώς θα ροκανίσουν) 50 εκατ. ευρώ. Οχι, όμως, και να γράφει ο «Ριζοσπάστης» πανηγυρικά, ότι «απέτρεψαν τους εχθρούς των ανέργων, των εργαζομένων, συνολικά της εργατικής τάξης, να υπογράψουν το ξεκοκάλισμα 52 εκατ. ευρώ». Αφού η συμφωνία υπογράφηκε τελικά στο γραφείο της Πετραλιά και τα εκατομμύρια θα ξεκοκαλιστούν, όπως το ίδιο το ρεπορτάζ του «Ριζοσπάστη» γράφει λίγο παρακάτω. Καλά είναι τα χάπενινγκ ως εργαλεία ζύμωσης, αποτελεσματικά όπλα όμως δεν είναι. Ομως, οι προεκλογικές ανάγκες του Περισσού επιβάλλουν ακόμα και το στρουθοκαμηλισμό έως γελοιότητας.