Δύο χιλιάδες είκοσι ένα
και δεν αρκεί μόνο η πένα…
Την Τρίτη 2 Νοεμβρίου κλείνει τα εβδομήντα χρόνια του ο εσχάτως λίαν ταλαιπωρούμενος (και) από τον κορονοϊό και άλλοτε αστέρας της τηλεόρασης και της πολιτικής Βασίλης Λεβέντης.
Την ίδια μέρα συμπληρώνεται ένα τέταρτο του αιώνα από τότε που κυκλοφορούσε το πρώτο φύλλο αυτής της εφημερίδας. Δεδομένες οι ευχές και η περηφάνια, η δεύτερη για πολλούς και ευνόητους -αν και πασιφανείς- λόγους.
Μην ξεχάσουμε τις παγκόσμιες ημέρες μας: την Κυριακή αποταμιεύουμε (τι γελάτε ρε;), τη Δευτέρα τρώμε χόρτα (τι σανό ρε;) και δωρίζουμε όργανά μας και την Τετάρτη… θηλάζουμε στους δρόμους.
Μέσα στα μύρια τα καλά, φτάσαμε στο Νοέμβρη
ολημερίς ευχόμενοι άλλο να μη μας εύρει.
Ομως πέφτουν απανωτά κι αδιάκοπα οι φάπες
πού ‘σαι να δεις ρε Κάρολε, που μια χαρά μας τα ‘πες…
Δώστε πίσω τα λεφτά για τα F-35 στον σουλτάνο ρε! Σιγά, τι ζήτησε ο άνθρωπος;
Το ζήτημα της γλώσσας (και της εκπληκτικής προθυμίας αποδόμησής της) είναι και πολιτικό. Το ξαναείπαμε: Πάει το αναφορικό «που», χάθηκε για πάντα! Δεν υπάρχει πια «που», μόνο «ο οποίος», «η οποία» και «το οποίο», σκοπίμως και εκνευριστικά –σχεδόν εκβιαστικά- επαναλαμβανόμενα! Έχετε ακούσει κανένα να λέει «που»; Αν ακούσετε, να το πείτε και σ’ εμάς. Κι όσοι δεν το προσέξατε, ποτέ δεν είναι αργά.
Πάντως, όσοι φιλάνε ιερατικάς χείρας και εκκλησιαστικές εικόνες με μάσκα, θα πρέπει να γνωρίζουν ότι χάνονται τόσο η… μαγεία, όσο και μέρος της πίστης αλλά και της εμπιστοσύνης. Εδώ ρε άσχετοι, στην Ελλάδα μας, στην πατρίδα και μητρίδα μας, σε ποιο Αφγανιστάν;
Με μια σύντομη και καθόλου εξονυχιστική έρευνα (σ’ εμάς πήρε ένα δεκάλεπτο, με κίνητρο όσα παρατηρούμε να γράφονται τελευταία, όπως καταγράψαμε και σε προηγούμενα φύλλα), μπορεί να ανακαλύψει κανείς “τι παίζει” εσχάτως με την “Ελληνικός Χρυσός”. Οπως γράφαμε, τις σκληρές κινητοποιήσεις και συγκρούσεις ολόκληρων χρόνων, διαδέχτηκε ο θλιβερός μονόλογος, ο δικός της, των κρατούντων και πολλών πρόθυμων παρατρεχάμενων (με το αζημίωτο ή μη, δεν είναι αυτό που εξετάζουμε). Βρήκαμε λοιπόν αρκετούς εξ όσων γράφουν ευμενή σχόλια, μερικές φορές ανάμεσά τους και διθύραμβους, μερικοί των οποίων ξεπερνούν τα όρια της γραφικότητας: Huffington post, Καθημερινή, iefimerida, the toc, Ναυτεμπορική, Εθνος, Νέα, insider, in, newsit, lifo, mononews, news247, ΕΡΤ, protagon, theroute, gobhma, marketnews.
Εχουμε μια περιέργεια (κάνουμε και ευχές να αποφευχθούν τα χειρότερα, αλλά με αυτές δεν λύθηκε ποτέ τίποτα) να δούμε τι θα γίνει αυτό τον χειμώνα με τα μαγκάλια και τα θερμαντικά μέσα εν γένει.
Με αφορμή τα 140 χρόνια από τη γέννηση τού Pablo Picasso, μια δήλωσή του που έχει ενδιαφέρον: “Στην τέχνη, ο λαός δεν αναζητά πλέον ανακούφιση και εξύψωση. Αλλά οι λεπτεπίλεπτοι, οι πλούσιοι, οι αργόσχολοι, αναζητούν το καινούργιο, το παράδοξο, το πρωτότυπο, το ασυνήθιστο, το σκανδαλώδες. Και εγώ, από τον κυβισμό και έπειτα, ικανοποίησα τους σοφούς και τους κριτικούς με όλες τις ευμετάβλητες σαχλαμάρες που μου έρχονται στο κεφάλι, και όσο λιγότερο με καταλάβαιναν τόσο περισσότερο με θαύμαζαν. Με το να διασκεδάζω με αυτά τα παιχνίδια, αυτές τις κουταμάρες, αυτές τις σπαζοκεφαλιές, έγινα διάσημος και μάλιστα πολύ γρήγορα. Και η διασημότης για ένα ζωγράφο σημαίνει πωλήσεις, κέρδη, περιουσία, πλούτη. Και σήμερα είμαι διάσημος, είμαι πλούσιος. Αλλά όταν βρίσκομαι μόνος με τον εαυτό μου, δεν έχω το κουράγιο να θεωρούμαι καλλιτέχνης με τη μεγάλη και την παλιά σημασία της λέξεως. Αυτοί ήσαν μεγάλοι ζωγράφοι, ο Τζιότο, ο Ρέμπραντ, ο Τισιάνο, ο Γκόγια. Δεν είμαι παρά ένας κοινός σαλτιμπάγκος, που κατάλαβε το πνεύμα των καιρών του και εξήντλησε όσο καλύτερα μπορούσε τη βλακεία, τη ματαιοδοξία, τη φιλοχρηματία των συγχρόνων του. Είναι πικρή η εξομολόγηση μου, πιο βλαβερή απ’ όσο φαίνεται, αλλά έχει τη χάρη να είναι ειλικρινής“.
Κοκκινοσκουφίτσα