Δύο χιλιάδες είκοσι ένα
και δεν αρκεί μόνο η πένα…
Μια κοινωνία ασάλευτη που άγεται και φέρεται από συγκυριακές εκτιμήσεις των “ειδικών” υπηρετών των υπηρετών των ειδικών του κεφαλαίου. Μια κοινωνία που βαυκαλίζεται με σωτήρες, Σωτήρηδες και σάπιες σανίδες σωτηρίας. Ενας τραγέλαφος, ένα γκροτέσκο σκηνικό με χαμένες πυξίδες, αυτόματους πιλότους και χωρίς ούτε ένα όραμα, ένα πλάνο, ένα φως στην άκρη του τούνελ. Μια κοινωνία που πολλοί θέλουν να μετατρέψουν σε κυνωνία, χωρίς καν νεύρο, παρά μόνο με νεύρα που συχνά υπηρετούν τον κοινωνικό αυτοματισμό, που στρέφονται ενάντια σ’ εκείνους που βολεύει αντί να στραφούν ενάντια σ’ αυτούς που πρέπει.
“Η θύελλα! Ας έρθει!». Αυτό φωνάζει ο περήφανος ο αντάρτης. / Άλμπατρος που τριγυρνώντας στ’ οργισμένο κύμα ανάμεσα / και στο μαύρο αστροπελέκι, για τη νίκη προμηνά: / «Ω θύελλα: Ξέσπασε πια!»” (Maxim Gorky).
Ως κι ο χειμώνας αηδίασε και δεν περνάει πια από δω ή περνάει ξυστά ή για λίγο.
Τ’ αηδόνια της ανατολής και τα πουλιά της δύσης
κλαίγουν αργά, κλαίγουν ταχιά, κλαίγουν το μεσημέρι
κλαίνε για την εστίαση, το λιανεμπόριο κλαίνε
κλαίγουνε και για τα σχολειά που τα ανοιγοκλείνουν.
«Προτού ο φασισμός κερδίσει στρατιωτικά, νίκησε πρώτα ιδεολογικά και πολιτικά την εργατική τάξη»” (Clara Zetkin).
Θα μάθουν κάποια στιγμή ελληνικά οι πένες που ενημερώνουν (τι γελάτε ρε;) τον κόσμο; Θα μάθουν έστω τη διαφορά του βρόγχου από τον βρόχο; Είναι πολύ βαρύ αυτό το τούβλο για να το προσπεράσει κανείς. Θηλιές ναι, αλλά τα χρέη δεν μπορεί να είναι… πνευμόνια. Αυτό το επαναλαμβανόμενο “βρόγχος τα χρέη” μας ξεπερνάει!
Ένα ποίημα: “Στην εφηβεία μου με άρπαξε ο πόλεμος / η νεότητά μου στηρίχτηκε σε μάχες / και σε μια ιστορία αγάπης. / Όλη μου η ζωή είναι από αληθινά πυρά / πυρομαχικά παρμένα από το αίμα μου. / Στο ρυθμό της τρελής μου καρδιάς / περιφέρομαι άσκοπα ανάμεσα στο καταφύγιο / και στην πρώτη γραμμή του πυρός… / Όταν το μέτωπο της καρδιάς υποχωρεί / το μέτωπο της πατρίδας αντηχεί εκρήξεις. / Αγαπητή μου αιωνιότητα / δεν έχω το δικαίωμα να ζητήσω μια σύντομη ανακωχή / ας πούμε δέκα χρόνια / για να βιώσω την αγάπη μου εν ειρήνη; / Γεννήθηκα με μια σφαίρα στο στόμα / βουτηγμένη στο αίμα. / Το πρώτο μου μαξιλάρι ήταν μια χειροβομβίδα / κούκλα μου ένα Καλάσνικοφ. / Σήμερα θα ήθελα να υψώσω λευκή σημαία / για μια εκεχειρία / για χάρη μου / κι άλλη μια / για χάρη της αγαπημένης μου Βηρυτού. / Μια σύντομη εκεχειρία, τόσο δα μικρή / που θα διαρκέσει όμως μια αιώνια στιγμή: / Χίλια και ένα χρόνια” (Ghadah Al-Samman – Συρία).
Καλά που υπάρχει και το Ινστιτούτο Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων, που μετά από έρευνά του μάθαμε ότι “το 2019 το 49,2% των Ελλήνων αδυνατούσε να πραγματοποιήσει μια εβδομάδα διακοπών μακριά από το σπίτι. Η κύρια αιτία αδυναμίας πραγματοποίησης διακοπών ήταν οι οικονομικοί λόγοι“.
“Σέρνεται ο καιρός σα λαβωμένο φίδι / κρύβεται στα συρτάρια, στη ντουλάπα / κάτω απ’ το κρεβάτι / βγαίνει τη νύχτα βυθίζει δόντια ναρκωτικά / στις φλέβες μας. / Αργά καταπίνουμε τις ταπεινώσεις / μηρυκάζουμε υπομονή κι αποκοιμιόμαστε. / Ξανανοίγουμε χάρτες, κατεβάζουμε / παλιά βιβλία, συγκρίνουμε / τις εποχές. / Βλαστημάμε την τύχη. / Ένα σάλπισμα καραβιού / μια φωτιά στο βουνό, μια / ντουφεκιά στο κούτελο του φόβου. / Θα βγούμε πάλι. / Είμαστε ράτσα ατάκτων και κλεφτών, έχουμε / το πείσμα του σίδερου, την υπομονή / του νερού. / Όσοι πιστοί. / Με συμπόνια και με μαχαίρι. / Κι αν δεν καταλαβαίνεις, ψάξε Μεσολόγγι, / Μακρόνησο και Νοέμβρη. / Να ξέρεις / σου γράφω πάντα με το χέρι στην καρδιά / και το βλέμμα στο στόχο” (Γιώργος Ζιόβας – «Μήνυμα»).
Κοκκινοσκουφίτσα