Δύο χιλιάδες είκοσι ένα
και δεν αρκεί μόνο η πένα…
Τα γνωστά: Χρόνια πολλά, χρόνια θολά, χρόνια χωλά, καλή χρονιά, καλεί χρονιά και τα τοιαύτα. Ετος 2773 από κτίσεως Ρώμης, έτος δύο μετά κορονοϊού (CoViD-19+2). Η στήλη δεν τα πάει και πολύ καλά με τις ευχές και τα ευχολόγια, αλλά δεν γίνεται και να μην ευχόμαστε ή να μην ονειρευόμαστε. Οσο κι αν μας “απαγορεύεται” για χίλιους λόγους ή προσχήματα (με πιο πρόσφατο την πανδημία), δεν μπορούμε να μη σφίξουμε νοερά τα χέρια των συντρόφων, δεν μπορούμε παρά να ευχηθούμε, να ελπίζουμε και ν’ αγωνιζόμαστε καθένας από το μετερίζι του και στη νέα χρονιά.
Το «Πρωτοχρονιάτικο» του Κώστα Βάρναλη, για να κρατάμε και τις παραδόσεις: “Σαράντα σβέρκοι βοδινοί με λαδωμένες μπούκλες / σκεμπέδες σταυροθόλωτοι και βρώμιες ποδαρούκλες / ξετσίπωτοι, ακαμάτηδες, τσιμπούρια και κορέοι / ντυμένοι στα μαλάματα κ’ επίσημοι κι ωραίοι. / Σαράντα λύκοι με προβιά (γι’ αυτούς βαρά η καμπάνα) / καθένας γουρουνόπουλο, καθένας νταμιτζάνα! / Κι απέ ρεβάμενοι βαθιά ξαπλώσανε στο τζάκι / κι αβάσταγες ενιώσανε φαγούρες στο μπατζάκι. / Όξω ο κοσμάκης φώναζε: -Πεινάμε τέτοιες μέρες / γερόντοι και γερόντισσες, παιδάκια και μητέρες. / Κι οι των επίγειων αγαθών σφιχτοί νοικοκυραίοι / ανοίξαν τα παράθυρα και κράξαν: -Είστε αθέοι“.
Παρά το “στραβό κλήμα που έφαγε ο γάιδαρος“, παρά το ζοφερό κλίμα και τις αλλιώτικες “γιορτές”, οι συνήθεις χοροπηδούντες, παλαμακιστές (εκ του “παλαμακίζω“: κρούω περιχαρής τας χείρας) και εκβιαστές της “χαράς” και του πανηγυριού βρέθηκαν και πάλι στα χάι τους. Οι υπόλοιποι παρέμειναν στα χάη τους.
Ηρθε ακόμα μια χρονιά μέσ’ στην προϊστορία
τα σπήλαια φωτίστηκαν κι έκαναν πως γιορτάζουν
την ώρα που ανενόχλητα βολτάρουν τα θηρία
του άγριου καπιταλισμού που τα πάντα τρομάζουν.
«Κι όχι αυταπάτες προπαντός. / Το πολύ-πολύ να τους εκλάβεις σα δυο θαμπούς προβολείς μες στην ομίχλη / σαν ένα δελτάριο σε φίλους που λείπουν / με τη μοναδική λέξη: ζω. / “Γιατί” όπως πολύ σωστά είπε κάποτε κι ο φίλος μου ο Τίτος / “κανένας στίχος σήμερα δεν κινητοποιεί τις μάζες / κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα”. / Εστω. / Ανάπηρος, δείξε τα χέρια σου. / Κρίνε για να κριθείς» (Μανόλης Αναγνωστάκης – «Επίλογος»).
Εκατομμύρια λαμπιόνια παντού, δεν μπορούν ούτε γι’ αστείο να μετριάσουν το αποτρόπαιο σκοτάδι. Οι στοιχειωμένες μουσικές στους δρόμους θύμιζαν σκηνές από ταινίες τρόμου. Ζωή στα χρόνια της χολέρας…
“Ο κόσμος ήταν δυστυχισμένος. Οι άνθρωποι ήταν στο σκοτάδι. Οι άνθρωποι ήταν τρομοκρατημένοι και απογοητευμένοι. Οι άνθρωποι ήταν παγιδευμένοι. Οι άνθρωποι ήταν αλλόφρονες και σε άμυνα. Αισθάνονταν τις ζωές τους σπαταλημένες. Και είχαν δίκιο” (Charles Bukowski).
Κούλη και Νίκη και λοιποί, ανοίξτε τα σχολεία
να μην τελειώσετε με του ιού την ασχολία.
Μπορεί η εστίαση να είναι κλειστή, ωστόσο αλιεύσαμε ένα ενδιαφέρον κείμενο από το διαδίκτυο για τα “έντεκα ψυχολογικά τρικ που εφαρμόζουν τα εστιατόρια για να ξοδεύετε περισσότερα χρήματα“. Για οικονομία χώρου παραθέτουμε μόνο τους τίτλους των τρικ, χωρίς τις επεξηγήσεις τους: Δεν χρησιμοποιούν το σύμβολο του ευρώ. Είναι ύπουλοι με τους αριθμούς. Χρησιμοποιούν περιγραφική γλώσσα. Συνδέουν το φαγητό με την οικογένεια. Χρησιμοποιούν έθνικ όρους για τα φαγητά από άλλες χώρες ώστε να φαίνονται πιο αυθεντικά. Χρησιμοποιούν φωτογραφίες. Χρησιμοποιούν τα πολύ ακριβά πιάτα για να προωθήσουν τα πιο φτηνά τους πιάτα. Εχουν μικρό, μεσαίο και μεγάλο μέγεθος. Τοποθετούν τα πιάτα ανάλογα με τον τρόπο που διαβάζει ο καταναλωτής. Προσφέρουν περιορισμένες επιλογές. Δημιουργούν την κατάλληλη ατμόσφαιρα.
“Mais ou sont les neiges d’antan?” αναρωτιόταν ο γάλλος ποιητής François Villon στο ποίημά του “Ballade des dames de temps jadis” που γράφτηκε το 1461. Στίχο και ερώτηση που ανέσυρε και ο Jack Kerouac πέντε αιώνες αργότερα. «Πού είναι τα αλλοτινά χιόνια» λοιπόν; Κυριολεκτικά και μεταφορικά…
Κοκκινοσκουφίτσα