Δύο χιλιάδες είκοσι
δεν έχει τέλος η ύπνωση;
Τη μια με τον υπερατλαντικό Ντόναλντ, την άλλη με τον εγχώριο Μίκυ, τις υπόλοιπες με τους διάφορους Γκούφι και όλες εκείνες τις καρικατούρες που δίνουν καθημερινές παραστάσεις, δεν μένει καιρός να πλήξει κανείς.
Ας δεχτούμε ότι τα στοιχεία που δημοσιεύτηκαν με αφορμή την παγκόσμια ημέρα ενάντια στη βία κατά των γυναικών είναι σαφή: “Το 85% των γυναικών στην Ελλάδα έχει υποστεί σεξουαλική παρενόχληση στον χώρο εργασίας και μόνο το 6% των θυμάτων κατήγγειλε επίσημα το περιστατικό σε αρμόδιο φορέα, όπως διαπιστώνεται σε πανελλαδική έρευνα. Μεγαλύτερη φαίνεται να είναι η ένταση του προβλήματος στους χώρους του τουρισμού και της εστίασης, όπου το 22% των γυναικών αναφέρει ότι έχει υπάρξει θύμα σεξουαλικής επίθεσης ή βιασμού“. Αυτό που λείπει είναι το “διά ταύτα”, ο αίτιος, που δεν είναι άλλος από το σύστημα της κάθε είδους εκμετάλλευσης, κάθε είδους εμπορευματοποίησης, κάθε είδους σαπίλας.
Δίνεται η παράταση με σκέψεις για την άρση
της καραντίνας-φυλακής που όλους καταστρέφει
σχολειά και κατανάλωση είν’ η μόνη τους έννοια
κι όλα τ’ άλλα στην τύχη τους, σε αυτόματο πιλότο.
“Αυτός ο πελάτης των παλαιοκομματικών μηχανισμών τώρα γίνεται ανένταχτος, φτύνει αυτούς που είχε υπουργούς, γραμματείς, φαρισαίους και δε συμμαζεύεται. Τα βάζει με τους κακούς τρομοκράτες που τρομοκρατούν το κεφάλαιο κι όχι με το κεφάλαιο που του σκίζει τον κώλο. Αυτός ο καημενούλης στέκεται σα χάνος μπροστά στις τρομερές και φοβερές κινήσεις των ανθρώπων της κουλτούρας, των γραμμάτων και του σεμνού πισωκολλητού. Των ανθρώπων που του κουνάνε το δάχτυλο και τον θέλουν πότε φασίστα, πότε δημοκράτη και πότε μετανεωτερικό κομμουνιστή. Των ανθρώπων που κατασκεύασαν μέσα στα εργαστήρια της επικοινωνίας, τους θυμωμένους και τους αγανακτισμένους που τώρα ξεφούσκωσαν. Για να συνηθίσουν τη φτώχια και την κακομοιριά. Τη βλακεία και τον ανορθολογισμό. Ανεργοι, ψόφιοι, κλαταρισμένοι, να έχουν ελπίδα και να μετράνε τη ζωούλα τους με το πρωτογενές πλεόνασμα και τα ψίχουλα των πολιτισμένων Ευρωπαίων. Πακτωμένοι σε διαμερίσματα που χτίστηκαν για να στεγάσουν την εργατική τους δύναμη και την προοπτική αναπαραγωγής αυτής της δύναμης, που κινεί τον τεχνολογικό φουτουρισμό του διαφημιστή που έγινε φιλόσοφος και γατούλης και της νευρωτικής συγγραφέως που τραγουδά α καπέλα την αμερικανιά και τον κλιματιζόμενο εφιάλτη της“ (Λεωνίδας Χρηστάκης).
– Τάσο μου με τρία παιδιά, το ξέρεις: δεν χωράνε
και ο μπαμπάς μου κι η μαμά στο γιορτινό τραπέζι.
– Ουδέν κακό αμιγές καλού, μια θέση περισσεύει
Γκόλφω μου. Κι έτσι η μάνα σου δεν θα ‘ρθει. Τι ευτυχία!
“Είπαν: μια λέξη φτάνει / να κερδίσετε τη λευτεριά / μια λέξη μόνο. Ολη η ζωή σας / κρέμεται απ’ αυτή τη λέξη. / Τη λέξη δεν την είπανε. / Στη φυλακή κυλήσανε τα χρόνια τους / χρόνια και χρόνια / μια ολάκερη ζωή / χωρίς να νιώσουνε / της μοναξιάς την άβυσσο. / Περήφανοι που χτίζανε / την ευτυχία του κόσμου / μ’ αυτή τη λέξη που δεν είπανε” (Θανάσης Κωσταβάρας).
Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά: Αμβρώσιμος, Θεόκλειστος, Ανθυμος, Ιερόφαιος, Θεόφυλλος, Σουφρώνιος, Δαντελεήμων, Γερώνυμος, Δαμασκυνός, Ευτοίχιος.
“Ξέρουμε πως η πολιτική ελευθερία εκλογής των αντιπροσώπων στην κρατική Δούμα (βουλή), η ελευθερία των συγκεντρώσεων, η ελευθερία του Τύπου, δεν πρόκειται να λυτρώσουν μεμιάς τον εργαζόμενο λαό από την αθλιότητα και την καταπίεση. Και ούτε υπάρχει στον κόσμο τέτοιο μέσο που να μπορεί να λυτρώσει αμέσως τη φτωχολογιά της πόλης και του χωριού απ’ τη δουλειά για τους πλούσιους. Ο εργατικός κόσμος δεν έχει να ελπίζει, δεν έχει να υπολογίζει σε κανέναν άλλον, παρά μόνο στον εαυτό του. Κανείς δε θα λυτρώσει τον εργάτη από την αθλιότητα, αν δεν λυτρώσει ο ίδιος τον εαυτό του. Και για να λυτρωθούν οι εργάτες πρέπει να συνενωθούν σ’ όλη τη χώρα, σ’ όλη τη Ρωσία, σε μια ένωση, σ’ ένα κόμμα” (Lenin).
Κοκκινοσκουφίτσα