δεν έχει τέλος η ύπνωση;
«Τρίτη 2 Μαρτίου 1948 πρωί, ώρα οκτώ, εξέτασα εκατοντάδες πτώματα συνέταξα και υπέγραψα το πιστοποιητικό θανάτου των στρατιωτών του πρώτου τάγματος Σκαπανέων Μακρονήσου… Εν πρώτοις μας πήγαν στο λιμάνι, στο καΐκι και μας κατέβασαν στο αμπάρι. Ανατρίχιασα μ’ ό,τι είδα. Κάτω στο αμπάρι οι νεκροί ήταν περίπου τριάντα. Μέσα στο αμπάρι οι αλφαμίτες τοποθετούσαν τα πτώματα με τάξη. Τέλος το αμπάρι γέμισε και κατόπιν τοποθετούσαν τα πτώματα επάνω στο καΐκι, στο κατάστρωμα… Σύνολο ήταν 180 νεκροί. Ο ανθυπολοχαγός κ. Αλιμπράντης συνέταξε το κείμενο που βεβαιώναμε τα 180 πτώματα και βάλαμε την υπογραφή μας» (γιατρός Λεωνίδας Γεωργιλάκος – από το βιβλίο του Φίλιππα Γελαδόπουλου «Μακρόνησος. Η μεγάλη σφαγή του 1948»).
«Στο φοβερό ντουφεκίδι του Μάρτη του 1948, ο Σκαλούμπακας μου κόλλησε το πιστόλι στο κεφάλι και με απειλές με διέταξε να κουβαλάω σκοτωμένους φαντάρους, πέρα μακριά στο Κάβο Ντόρο, στο ξερόνησο Σαν Τζιόρτζιο. Σε ένα μόνο δρομολόγιο φορτώσαμε 185 νεκρούς φαντάρους… Εκεί στο Σαν Τζιόρτζιο περίμενε καράβι πολεμικό. Οι ναύτες παίρνανε τους σκοτωμένους φαντάρους και τους χώνανε μέσα σε συρμάτινα δίχτυα με βαρίδια και τους φουντάρανε στο βυθό της θάλασσα. Αυτό ξανάγινε… Οι νεκροί όλοι-όλοι ήταν 350 κοντά, τους μέτραγα έναν-έναν και ήταν 350 φαντάροι νεκροί» (καπετάνιος Μίμης Βρονταμίτης, από το ίδιο βιβλίο).
τελείωσαν. Και φύγανε για πάντα οι κορώνες
μα κείνες μεταλλάχθηκαν σε ιό και πανδημία
κι επέστρεψαν δριμύτερες τρομοκρατώντας πάλι.
Ενδεικτικό της α-ταξικής και πολλών άλλων τρικυμιών, το ακούσαμε σε καφενείο της γαλαζόμαυρης επαρχίας: «Αστυνομικοί να δέρνουν Ελληνες;». Α-φονοι! Αργότερα μάθαμε ότι το ίδιο «παίζει» και κεντρικά…
Θάνο γιατί το βούλωσες; Στο βούλωσαν; Τι τρέχει;
Τούτες τις μέρες που παντού φασίστες όλο βρέχει.
Σαρακοστή, Σάρα, Κωστή, σα ράκος τι; Τι, χριστιανοί ορθόδοξοι καθολικώς διαμαρτυρόμενοι; Τι; Tea;
Μήπως αντί για σύνορα, καλύτερο θα ήταν
έξω απ' τα κοινοβούλια το σκηνικό της μάχης;
«…Και να φοβηθείτε τους καιρούς που θα σταματήσουν οι απεργίες ενώ θα εξακολουθούν να ζουν οι μεγάλοι ιδιοκτήτες, γιατί κάθε μικρή απεργία κατασταλμένη είναι κι απόδειξη πως γίνεται κάποιο βήμα. Να φοβηθείτε τους καιρούς που η ανθρωπότητα θ’ αρνηθεί να υποφέρει, να πεθαίνει για μια ιδέα, γιατί αυτή και μόνο η ιδιότητα είναι το θεμέλιο του ανθρώπου, αυτή και μόνο η ιδιότητα είναι ο άνθρωπος, ξεχωριστός μέσα σε όλη την υφήλιο» (John Steinbeck).
σουλτάνο σκέτη αλεπού, ελέω Αλλάχ μονάρχη
κι εμείς σεμνά και ταπεινά τη βγάζουμε με Κούλη
που πάει εδώ, πάει εκεί κι εντέλει δεν υπάρχει.
Κούλη δείξε τα δόντια σου, αγρίεψε λιγάκι
μη σκιάζεσαι, τη θέση σου εύκολα δεν τη χάνεις
μπάτλερ εσύ, μπάτλερ κι αυτός, γίνε λοιπόν γεράκι
να χαίρονται οι έμποροι που τη δουλειά τους κάνεις.
Αν ζούσε ο Πάνος Τζαβέλλας κι αποφάσιζε σήμερα να (ξανα)γράψει τον «κυρ Παντελή», θα συναγωνιζόταν σε έκταση τον «Ερωτόκριτο»…
πήραν σερβιέτες και χαρτιά υγείας, μακαρόνια,
ρύζι και μωρομάντιλα και τώρα πακετάρουν
για να τα στείλουν «στα παιδιά που μάχονται στον Εβρο».
«Με πόση απουσία παριστάμεθα! Με πόση απουσία παρακολουθούμε προσεκτικά!» (Κώστας Μόντης).
Πάντως τόση σκατοψυχιά (για να χρησιμοποιήσω
τη λέξη αυτή την εύστοχη που λέν' και γράφουν όλοι)
είχαμε ν' αντικρίσουμε κοντά έναν αιώνα.
Και τώρα ζούμε για να δούμε τα ενδυματολογικά και στυλιστικά σούργελα στη βουλή και αλλού με μάσκες.
Κοκκινοσκουφίτσα